Στην εποχή μας που μαστίζεται από μια κρίση τεραστίων διαστάσεων, επιχειρείται μια προσπάθεια να οδηγηθεί η ορθόδοξη παράδοση σε μια διαφορετική κατεύθυνση, σε μια θεολογία “μεταπατεριστική» όπως πολύ συχνά αποκαλείται.
Πώς επιτυγχάνεται μια τέτοια διαδικασία χωρίς να υπάρξουν μεγάλες αντιστάσεις από το ορθόδοξο πλήρωμα; που οδηγεί μια τέτοια προσπάθεια;
Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις αποκαλύπτοντας τις προθέσεις των “μεταπατερικών θεολόγων» και μετέπειτα θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια κριτική τοιούτων τοποθετήσεων. Η απάντηση αυτή έχει δύο σκέλη. Στο πρώτο σκέλος γίνεται προσπάθεια να αλλοιωθεί κατά πολύ η πατερική εμπειρία, χωρίς να αμφισβητείται ακόμα το κύρος των Πατέρων της Εκκλησίας. Απλώς και μόνον υποδεικνύεται από τους «μεταπατερικούς θεολόγους» ότι οι Πατέρες είχαν μια διαφορετική αντίληψη από την παραγματική. Αυτή η αντίληψη τους φέρνει κοντά στην καθολική και προτεσταντική παράδοση. Αφού λοιπόν οι Πατέρες έλεγαν τα ίδια πράγματα με τον Αυγουστίνο, τους σχολαστικούς γιατί να υφίσταται διάκριση μεταξύ ορθοδόξου, καθολικής και προτεσταντικής παρόδοσης σε μια ενωμένη Ευρώπη και σ᾽ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο; Η ένωση των εκκλησιών κατ᾽αυτόν τον τρόπο είναι προσιτή και βέβαια αναγκαία, γιατί ποιό σωστά σκεφτόμενο ανθρώπινο όν θα μπορέσει να αποκλείσει την ένωση των πάντων αφού οι θεολογικές διαφορές του παρελθόντος έχουν πια ξεπεραστεί;
Στο δεύτερο σκέλος καταβάλεται μια υπεράνθρωπη προσπάθεια από τους «μεταπατερικούς θεολόγους» να πληγεί το κύρος των Πατέρων της εκκλησίας. Γνωρίζοντας καλά ότι η δική τους ερμηνεία της θεολογίας των Πατέρων δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική αλήθεια, και κάποτε θα αποκαλυφθεί η απάτη, γιατί οι πατέρες γραψανε τόσο πολύ που δεν είναι δυνατόν να ισχυρίζονται αυτά που τους βάζουν να πουν οι μεταπατερικοί θεολόγοι, γιατί να μην πληγεί ανεπανόρθωτα και το κύρος των Πατέρων, έτσι ώστε όταν θα έρθουν ορθόδοξοι και θα πουν ότι αυτή η ερμηνεία δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, τότε οι “μεταπατερικοί θεολόγοι» θα ισχυριστουν: “ Δεν επικυρώθηκαν όλες οι θεολογικές γνώμες και διατυπώσεις όλων των ιερών πατέρων της εκκλησίας. Τούτο σημαίνει ότι όλα όσα είπαν και έγραψαν οι πατέρες δεν έχουν δογματικό και αναντικατάστατο ή και αλάθητο κύρος…” (βλέπε άρθρο του Γρηγορίου Λαρεντζάκη, καθηγητού στο Graz που έχει τίτλο. Η μέθοδος των ιερών Πατέρων της Εκκλσίας και των Οικουμενικών συνόδων σε αντιδιαστολή προς τους αρνητές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, δημοσιευθέν από τον ιστότοπο Αμήν). Κατ᾽αυτόν τον τρόπο επιταγχύνεται με γοργότερο ρυθμό η ένωση των εκκλησιών αφού πια οι ορθόδοξοι δεν στηρίζονται στο αλάθητο των πατέρων, άρα και η θεολογία θα πρέπει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών, δηλαδή να γίνει “μεταπατερική».
Η προσπάθεια να αλλοιωθεί η θεολογία των Πατέρων άρχισε ήδη από πολύ νωρίς στον ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον πριν από τριάντα χρόνια, με την γνωστή σε όλους «θεολογία» του προσώπου. Ότι δηλαδή τάχα το πρόσωπο, άνευ της φύσεως, είναι η υπέρτατη αλήθεια του χριστιανισμού και ότι τάχα μόνο αυτό είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Όχι μόνο η εικόνα αλλά και το καθ᾽ομοίωση. Πώς όμως ορίζεται ; Το πρόσωπο ορίζεται σαν σχέση ενός εγώ με ένα εσύ. Ετυμολογικά για τους «μεταπατερικούς» θεολόγους το πρόσωπο βγαίνει από το προς και οψιν. Δηλαδή είναι ένα εγώ που βρίσκεται μπροστά στην όψη ενός εσύ και σε σχέση μαζί του. Αν δεν υπάρχει η σχέση δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ορίσουμε ένα πρόσωπο. Η σχέση του εγώ με το εσύ δημιουργεί την κοινωνία των προσώπων που σχετίζονται συνεχώς μεταξύ τους και αυτοκαθορίζονται. Η κοινωνία των προσώπων δηλαδή των ετεροτήτων χρειάζεται και την κοινωνία με τον πρώτον. Ανευ αυτής της κοινωνίας με τον πρώτον δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει ενότης. Το πρόσωπο οριζόμενο κατ᾽αυτόν τον τρόπον, από τους “μεταπατερικούς θεολόγους», πασχίζει δήθεν να απελευθερωθεί από την αναγκαιότητα της φύσεως που το καταδυναστεύει και το κάνει να εμφανίζεται σαν άτομο. Δηλαδή σαν μια μονάδα κλεισμένη στον εαυτό της, αδύναμη να κοινωνήσει με τους άλλους. Πρωτεργάτες αυτού του εγχειρήματος ήταν οι “παρισινοί θεολόγοι» του αγίου Σεργίου, μετά του κυρίου Γιανναρά, του κυρίου Ζηζούλια, ακόμα λαϊκού και μετέπειτα επισκόπου Περγάμου και καθηγητού Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης
Η προσπάθεια αλλοίωσης της θεολογίας των Πατέρων από σύγχρονους θεολόγους, με την αντιγραφή θέσεων παρισινών θεολόγων και φιλοσόφων, πέτυχε κατά πολύ στην Δύση. Οι δυτικοί αντιλήφθησαν ότι με αυτήν την θεολογία επικρατεί το πνεύμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και εμφανίζονται σαν αιρετικοί και ασυνεπείς οι Ορθόδοξοι.
Τί κάνανε λοιπόν οι προσκείμενοι στον Ρωμαιοκαθολικισμό; Διέδιδαν τα έργα των συγκεκριμένων θεολόγων, τα μετέφραζαν στις διάφορες γλώσσες και εμφάνιζαν τους ορθοδόξους να λένε τα ίδια πράγματα με τον Αυγουστίνο και τους σχολαστικούς. Κανένας στην Ελλάδα δεν αντελήφθη τί συνέβη και πως αλλοιώθηκαν οι Πατέρες. Τα έργα αυτών των συγγραφέων και στην Ελλάδα καθώς και σε άλλες ορθόδοξες χώρες έτυχαν θερμής υποδοχής. Ο Χρήστος Γιανναράς και ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας εμφανίστηκαν σαν νέοι πατρολόγοι που ερμήνευαν αυθεντικά το πνεύμα και το κύρος των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Κάποια φωτισμένα μυαλά αντέδρασαν, αλλά οι αντιδράσεις δεν πέρασαν στο ευρύ κοινό τόσο στην Ανατολή όσο και στην Δύση. Ακόμη κι αν η αντίδραση ερχόταν από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, θαβότανε και κανένας δεν ήξερε ότι πρώτος ο Ρωμανίδης αντιλαμβανόμενος την θεολογική αλλοίωση αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Όσοι έπαιρναν τις έδρες ακολουθούσαν το πνεύμα που είχε πρώτος εγκαινιάσει ο κύριος Γιανναράς και αργότερα αντέγραψε ο μητροπολίτης Περγάμου και το διέδωσε ακόμη περισσότερο, καθότι μητροπολίτης του οικουμενικού θρόνου.
Ο αναγνώστης που θα θελήσει να εμβαθύνει, ας διαβάσει την δογματική του αείμνηστου καθηγητού Ιωάννου Ρωμανίδη (σσ. 254-291). Εκεί ο πατήρ Ιωάννης εξηγεί την αλλοίωση των Πατέρων από ορθοδόξους ακαδημαϊκούς συγγραφείς. Αργότερα ο π. Μάξιμος Λαυριώτης συνέχισε το έργο με συνεχή άρθρα, στα οποία κανένας δεν τόλμησε να απαντήσει. Εκείνη την εποχή είχε επικρατήσει σε όλη την Ελλάδα το πνεύμα της παρισινής θεολογίας και της σχολής που είχε δημιουργήσει στην Ελλάδα και σε διάφορες ορθόδοξες χώρες. Το 2002 ο γράφων δημοσιεύει άρθρο στον Ορθόδοξο Τύπο, σε τρεις συνέχειες, με τον τίτλο “Το αυγουστινιακό υπόβαθρο της θεολογίας των Παρισίων» . Ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης το αναδημοσιεύει, αλλά κανείς δεν αντιδρά, κανείς δεν απαντά, κανείς δεν επιθυμεί τον θεολογικό διάλογο. Έτσι αργά και σταθερά περάσαμε σε μιαν αλλοίωση της θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς μεγάλη αντίδραση. Το 2016 ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος δημοσιεύει άρθρα στον Ορθόδοξο Τύπο και σε άλλα περιοδικά αναφερόμενος και αυτός την αλλοίωση που επιχειρήθηκε από την θεολογία του προσώπου, ξεσηκώνοντας μεγάλη αντίδραση, καθότι Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Εν τω μεταξύ οργανώνονταν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στο Κολυμπάρι της Κρήτης. Σ᾽αυτή την σύνοδο υπήρχαν κείμενα που υιοθετούσαν επίσημα την θεολογία του προσώπου. “Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, απορρέουσα εκ της δημιουργίας του ανθρώπου κατ᾽ εικόνα Θεού και καθ᾽ ομοίωσιν και εκ της αποστολής αυτού εις το σχέδιον του Θεού δια τον άνθρωπον και τον κόσμον, υπήρξε πηγή εμπνεύσεως δια τους Πατέρας της Εκκλησίας … Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας είναι ανεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικής προσπαθείας δια την περιφρούρησιν της αξίας και του μεγαλείου του ανθρώπου.” (Α 1) (19). Δηλαδή τί μας λέει αυτή η παράγραφος; Ότι μόνο το πρόσωπο είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Όχι μόνο η εικόνα αλλά και το καθ᾽ ομοίωση. Ποιός όμως Πατέρας είπε ποτέ με ελληνικές λέξεις κάτι τέτοιο; Γιατί δεν μας αναφέρουν χωρία των Πατέρων; Και γιατί οι Πατέρες δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκφρασθούν κατ᾽ αυτόν τον τρόπο; Γιατί αυτή η έκφραση είναι καθαρώς Νεστοριανική και θα σας εξηγήσω το γιατί.
Ο Χριστός προσέλαβε όλον τον άνθρωπο κατά την υποστατική ένωση. Ο Χριστός προσέλαβε τον άνθρωπο ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αθανατίση. Προσλαμβάνοντας όλον τον άνθρωπο, προσέλαβε και την εικόνα, για να την σώσει. Γιατί αν ο Χριστός δεν προσλάμβανε την εικόνα, δεν θα μπορούσε ποτέ να σώσει τον άνθρωπο. Ξέρουμε ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό ισχυριζόταν ο Νεστόριος και καταδικάσθηκε από την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο και από τις μετέπειτα. Αν το πρόσωπο από μόνο του είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, τότε λογικά θα είχαμε δύο αποτελέσματα. Ή ότι ο Χριστός προσέλαβε το πρόσωπο για να την σώσει, οπότε ο Νεστόριος θα είχε δίκιο. Ή ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε πρόσωπο δηλαδή την εικόνα, οπότε πώς θα μπορούσε να την σώσει, από την στιγμή που το απρόσληπτον είναι και αθεράπευτον; Αλλά οι Πατέρες όταν μιλούσαν για εικόνα εννοούσαν την φύση, και δεν θα μπορούσαν ποτέ να πουν ότι το πρόσωπο από μόνο του είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους Πατέρες ο Χριστός προσέλαβε την εικόνα, δηλαδή την φύση, δηλαδή προσέλαβε το εγώ όλων μας, γι᾽ αυτό έσωσε όλον τον άνθρωπο και όχι μόνο ένα ιδιαίτερο τρόπο εκφράσεως της φύσεως, δηλαδή ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν στην σύνοδο της Κρήτης ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο εξέφρασε την αμφιβολία του και ορθώς πρότεινε την αντικατάσταση στο κείμενο της λέξεως “ανθρώπινο προσώπο” με την λέξη “άνθρωπος” (εφόσον ο άνθρωπος είναι κατ᾽ εικόνα και ομοίωση και όχι μόνο το πρόσωπο), ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε την πρόθεσή του να δημιουργήσει μία επιτροπή για συζήτηση, αλλά ο μητροπολίτης Περγάμου επενέβη και απάντησε ότι δεν χρειάζονται επιτροπές, γιατί τα κείμενα είναι σωστά! Ο δε Πατριάρχης Αλεξανδρείας σχολίασε ότι είναι το ίδιο η έννοια της λέξεως ανθρώπινο πρόσωπο με την λέξη άνθρωπος, και η σύνοδος θα πρέπει να ασχοληθεί με τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μοντέρνος άνθρωπος και όχι με λεπτές ταυτόσημες έννοιες. Γι᾽αυτή την τοποθέτηση καταχειροκροτήθηκε από όλους τους συνοδικούς.
Και διερωτάται κάποιος: Είναι το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο άνθρωπος, φύση ή ουσία, το ίδιο ενέργεια; Οι Πατέρες έχουν δώσει την απάντηση στους αιρετικούς του παρελθόντος, που μπέρδευαν αυτές τις έννοιες, τις συνέχεαν και δημιουργούσαν αιρέσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τον Μάξιμο τον Ομολογητή, αν και υπάρχουν πολλά Πατερικά χωρία που αναφέρονται στην σύγχυση προσώπου και φύσεως: “Ο Σεβήρος λέει με πανουργία ότι το πρόσωπο ταυτίζεται με την φύση, για να βεβαιώσει με την μία φύση την σύγχυση και να αποφύγει τον έλεγχο, λέγοντας ότι εννοεί ως πρόσωπο την φύση, και να εισηγηθεί πάλι την διαίρεση, πρεσβεύοντας την ένωση από πρόσωπα, και νομίζοντας ότι θα διαφύγει λέγοντας ότι δέχεται τα πρόσωπα αντί των φύσεων. Και πάλι, κατηγορούμενος εξαιτίας της απλής διαφοράς για ανυπαρξία των φύσεων, να βρει καταφύγιο απολογίας την απλή ποιοτική φυσική διαφορά. Και όπως ο Νεστόριος, λέγοντας ότι η ένωση είναι απλή, δεχόταν πραγματική διαίρεση, έτσι και ο Σεβήρος, μιλώντας για απλή διαφορά φύσεων, δημιουργεί πραγματική σύγχυση” ( Κεφάλαιο Ν 1-10. Σελίς 50 Φιλοκαλία τόμος 15 Α).
Γιατί όμως, αν υιοθετήσουμε τη θεολογία του προσώπου, όπως αναπτύχθηκε από τον Γιανναρά και τον Μητροπολίτη Περγάμου, θα οδηγηθούμε αυτομάτως στην Ρωμαιοκαθολική θεολογία και θα φανεί ότι εμείς ως ορθόδοξοι έχουμε πέσει σε αίρεση; Ας εξετάσουμε τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής παραδόσεως, και πρώτα ας αρχίσουμε με το πρωτείο του επισκόπου της Ρώμης.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν ότι το πρωτείο είναι προσωπικό. Δηλαδή, στο πρόσωπο του Πέτρου ο Χριστός στήριξε την Εκκλησία Του. Αυτό σημαίνει ότι ο Πέτρος, επειδή προσωπικά πήρε από τον Χριστό αυτή την εξουσία, δεν δύναται πλέον να πέσει στην αίρεση. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τον Πέτρο αλλά και για κάθε διάδοχό του. Δηλαδή ο Πέτρος μετέδωσε αυτήν την εξουσία, προσωπικά σε κάθε επίσκοπο της Ρώμης. Το πρόσωπο του κάθε διαδόχου του αποστόλου Πέτρου, σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, δηλαδή το πρόσωπο του κάθε πάπα της Ρώμης, δεν μπορεί πλέον να πέσει σε καμιά αίρεση. Αν γινότανε ένα τέτοιο πράγμα, αν δηλαδή το πρόσωπο κάποιου επισκόπου Ρώμης έπεφτε σε αίρεση, τότε η Εκκλησία θα βρισκόταν σε κρίση και πύλαι Άδου θα την κατίσχυαν, γιατί θα είχε καταργηθεί η Καθολική εκκλησία, που είναι η προσωπική κοινωνία των επισκόπων με τον πρώτο, δηλαδή με τον εκάστοτε επίσκοπο της Ρώμης. Το πρόσωπο λοιπόν του εκάστοτε επισκόπου της Ρώμης είναι αυτό που καθορίζει την υπέρτατη αλήθεια και διαφυλάττει την Καθολική εκκλησία από τις αιρέσεις και τα σφάλματα.
Έχουν γραφτεί κατά τον παρελθόν πολλά έργα ορθοδόξων Πατέρων, συγγραφέων κατά αυτής της θέσεως. Ενδεικτικά σ᾽ αυτή την μελέτη θα αναφέρω δύο έργα, ενός ορθοδόξου που σε αυτή του την μελέτη ακολουθεί το πνεύμα των Πατέρων, και ενός ορθοδόξου “μεταπατερικού” συγγραφέως, ένθερμου μαθητού του Μητροπολίτου Περγάμου, και ο αναγνώστης ας βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματα.
Το πρώτο βιβλίο δημοσιεύθηκε το 1964 (δευτέρα έκδοση) από το περιοδικό Εκκλησία και είναι έργο του αειμνήστου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρίου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ( πέθανε το 1938) με τίτλο: «Το πρωτείον του επισκόπου Ρώμης» Εξαίρετη επιστημονική μελέτη που ο κάθε ορθόδοξος θα πρέπει να διαβάσει. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν θελήσαν να το εκδώσουν στην Ιταλική, αν και το μετέφρασα. Στην σελίδα 4 ο συγγραφέας αναφέρει: “Καγώ δέ σοι λέγω σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτη τῆ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν. Είναι προφανές ότι ο Κύριος μετεχειρίσθη συμβολικήν έκφρασιν σχετικήν με το πρόσωπο του Πέτρου, αλλ᾽ αναφερομένην εις την πράξιν του Πέτρου, εις την ομολογίαν αυτού. Αν έτερος Απόστολος εποιείτο την ομολογίαν, άλλην ηδύνατο να μεταχειρισθή έκφρασιν ο Κύριος. Η ομολογία του Πέτρου υπήρξε αιτία των λόγων του Κυρίου, ουχί το πρόσωπον τοῦ Πέτρου, ασχέτως προς την ομολογίαν, διότι ευθύς αμέσως ο Απ. Πέτρος, επειδή απέτρεψεν τον Κύριον από του απολυτρωτικού θανάτου, ήκουσε παρ’ Αυτού ‘ὓπαγε ὀπισω μου Σατανᾶ, σκάνδαλον εἶ ἐμοῦ, ὃτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων’. Εν τη περιπτώσει ταύτη ωμίλει ο Πέτρος ως ‘σάρξ και αἷμα’ ανθρώπινον εκφράζων φρόνημα, ενώ δια της ομολογίας της θεότητος του Ιησού Χριστού εξεδήλου το φρόνημα πάντων τῶν Αποστόλων, όθεν διάφοροι υπήρξαν αι αποκρίσεις τοῦ Κυρίου σχετικαί ουχί απλώς προς το πρόσωπον του Πέτρου αλλά προς τα λεχθέντα υπ᾽αυτού. Εκεί εμακαρίσθη ο Πέτρος υπό τοῦ Κυρίου, ενταύθα ωνομάσθη σατανάς. Εκεί ‘σύ εἶ Πέτρος’, ενταύθα συ εί ‘σατανάς’. Προύκειτο περί του αυτού προσώπου αλλά περί διαφόρου φρονήματος. Επί του φρονήματος του της ομολογίας περί της θεότητος του Ιησού Χριστού και ουχί επί του προσώπου του Πέτρου έμελλε να οικοδομηθεί η Εκκλησία…” Και συνεχἰζει: “ Επομένως ουδεμίαν ιδίαν εξουσίαν ο Κύριος παρέδωσεν εις τον Πέτρον δια της επαγγελίας αυτού περί ιδρύσεως της εκκλησίας επί της καλής ομολογίας αυτού. Ουδέν δικαίωμα εμφανίζεται έχων ο Πέτρος υπέρ τους λοιπούς Αποστόλους, τούτο δε ετόνισαν πάντες οι αρχαίοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας εν τη ερμηνεία των ανωτέρω χωρίων.” Και μπορούμε να αναφέρουμε πάμπολλα, αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος.
Ο “μεταπατερικός» ορθὀδοξος θεολόγος, που γράφει για το ίδιο θέμα είναι ο Αρχιμ. Παντελεήμων Μανουσάκης. Το σχετικό πρόσφατο βιβλίο έχει τίτλο “Υπέρ της των πάντων ενώσεως” με πρόλογο του Αρχιεπισκόπoυ Κωσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης κυρίου Βαρθολομαίου, και κυκλοφόρησε προσφάτως στην Ιταλία από τις εκδόσεις του Μπόζε. Το βιβλίο υπάρχει σε αγγλική και ιταλική έκδοση, και δεν είναι τυχαίο που το Μπόζε αμέσως το μετάφρασε και το εξέδωσε. Ο αναγνώστης θα καταλάβει καλύτερα όταν διαβάσει την μετάφραση ορισμένων παραγράφων. Στην σελίδα 52 διαβάζουμε:
“Το φαινόμενο του αντιπαπισμού, που γίνεται αντιληπτό από την άρνηση να δεχθούμε έναν πρώτον στην καθολική εκκλησία, και η ανύψωση αυτής της άρνησης σε σημείο που δήθεν χαρακτηρίζει όλη την ορθόδοξη εκκλησία, είναι καθαρά αιρετικό.(Δηλαδή, κατά τον π. Μανουσάκη όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι αιρετικός) Λέω κάτι τέτοιο για να ανταποδώσω την χάριν, ούτως ειπείν, σε όλους αυτούς που βάλθηκαν να προστατέψουν την ορθοδοξία από κάθε αίρεση. Και αίρεση είναι μόνο αυτό που αυτοί βλέπουν. Οποιαδήποτε διαφορά, όχι μόνο του δόγματος αλλά και της λειτουργίας, της γλώσσας, των ενδυμάτων, της όψης, σίγουρα κατανοείται ως αίρεση. Για να προλάβω την αντίδραση από αυτή την επικίνδυνη διατύπωση, ερωτώ αν είναι δυνατόν ο αντιπαπισμός να συγχέεται με την ορθοδοξία …Το φαινόμενο όμως του αντιπαπισμού εμφανίσθηκε μέσα στους κόλπους της ορθοδόξου εκκλησίας. Αυτοί που θέλουν να υπερυψώσουν την αντίδρασή τους στον πάπα σαν ορισμό της ορθοδόξου εκκλησίας δεν καταλαβαίνουν ότι, αν βρισκόντουσαν σε σωστό δρόμο, η δική τους κατανόηση για την Εκκλησία θα ήταν καταδικασμένη να θεωρηθεί σαν ένα θρησκευτικό κλαμπ (σύλλογο) που δεν θα μπορούσε να ενωθεί με την εκκλησία την προ του σχίσματος, ένα κλαμπ που θα είχε λόγο ύπαρξης αυτό ειδικά στο οποίο αντιτίθεται. Γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε ορθοδοξία όλα αυτά τα πράγματα τα οποία αντιτίθενται στην πίστη της καθολικής εκκλησίας”.
Ο π. Μανουσάκης συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι η Ορθόδοξη εκκλησία έχει επιτακτική ανάγκη ενός πρωτείου, αν θέλει να μην είναι κλαμπ ή σύλλογος ή παραεκκλησιαστική οργάνωση: «Η ορθόδοξη εκκλησία έχει ανάγκη ενός πρώτου σε παγκόσμιο επίπεδο» (σ. 54) και συνεχίζει «Μιά εμπειρία (αναφέρεται στο 2005 ) με ανάγκασε να καταλάβω το παράδοξο ότι οι ορθόδοξες εκκλησίες δεν μπορούν να ενωθούν στην Ρώμη αν δεν είναι ενωμένες με την Ρώμη. Θέλω να πω με αυτό το παράδοξο ότι η έλλειψη εξουσίας ενός πρώτου σε πανορθόδοξο επίπεδο είναι αυτό που εμποδίζει τους αγώνες μας να βρούμε μια διέξοδο σ᾽ αυτήν την ίδια την θεσμική έλλειψη. Με άλλες λέξεις, το γεγονός ότι σήμερα οι ορθόδοξες εκκλησίες αρνούνται να δεχθούν το πρωτείο μεταξύ τους, όπως αυτό εξασκείται στην καθολική εκκλησία είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στον διάλογο με την Ρώμη.»
Γιατί όμως για τον π. Μανουσάκη ο αντιπαπισμός είναι μια καθαρή αίρεση; Γιατί αντιτίθεται στην “υπέρτατη αλήθεια” του χριστιανισμού που είναι το πρόσωπο, γιατί απορρίπτει τη θεολογία του προσώπου. Από την άλλη μεριά, ο παπισμός και το πρωτείο είναι η ενσάρκωση της υπέρτατης αυτής αλήθειας, γιατί το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης είναι καθαρά προσωπικό! Κατά συνέπεια όποιος δεν δέχεται αυτήν την αλήθεια είναι αιρετικός! “Η άρνηση αναγνώρισης της ανάγκης να επενδύσει κανείς στο συγκεκριμένο πρόσωπο του αποστολικού λειτουργήματος του καθολικού πρωτείου οδήγησε μερικούς ορθόδοξους μελετητές, όπως τον Αντώνιο Αλεβιζόπουλο, Σέργιο Σάκκο και άλλους, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν το χωρίο του πρωτείου του Πέτρου στον Ματθαίο 16,18-19 (Καγώ δέ σοι λέγω σύ εἶ Πέτρος και ἐπί ταύτη τῆ πέτρα οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν») ως αναφερόμενο στην ομολογία του Πέτρου και όχι στο πρόσωπο του Πέτρου. Σ᾽αυτήν την περίπτωση πέφτουμε αναπόφευκτα στο ίδιο θεολογικό λάθος της αποπροσωποποίησης που παρατηρούμε όταν κάθε φορά προσπαθούμε να αποδώσουμε το πρωτείο σε έναν κανόνα πίστεως, ή μια κοινή λατρεία ή μία οικουμενική σύνοδο, για να αναφέρουμε μόνο λίγα παραδείγματα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος κατανόησης των ανατολικών πατέρων της εκκλησίας”. (Παρατηρήστε την προσπάθεια αλλοίωσης της Πατερικής θεολογίας. Από όλους τους Πατέρες αναφέρει ένα κείμενο του Στουδίτου, και τα υπόλοιπα έργα του Στουδίτου που αναφέρονται σε διάφορες επιστολές με τον ίδιο τίτλο και σε άλλους πατριάρχες της πενταρχίας τα αποκρύπτει).
“Από τα πολλά παραδείγματα”, λέει ο Μανουσάκης. Πού ευρίσκονται τα άλλα; Εδώ ξεχνά να μας πει την γνώμη άλλων Πατέρων για την ερμηνεία αυτού του χωρίου, και τί πίστευε στην Δύση ο ίδιος ο Αυγουστίνος, ο οποίος λέει: «Ο Κύριος είπε. Επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, επειδή ο Πέτρος είπε, Συ ει ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, τουτέστιν επί ταύτη τη πέτρα, ην συ ωμολόγησας, οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, η δέ πέτρα ην ο Χριστός». Την ίδια γνώμη με τον Αυγουστίνο είχαν και άλλοι Πατέρες, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος ο Μέγας, ο Ιερὠνυμος, ο Ιλάριος Πικταβίου, ο Κυπριανός, ο Θεοδώρητος, καθώς και μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τερτυλλιανός και ο Ωριγένης. Το δε έτος 1895 τον Αύγουστο ο οικουμενικός μας Πατριάρχης Άνθιμος ζ μαζί με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της ΚΠόλεως απαντά εξ ονόματος της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και, αφού ελέγχει τους Καθολικούς για τις καινοτομίες τους, αναιρεί την δοξασίαν αυτών περί του πρωτείου. Μεταξύ των άλλων πολλών αναγράφει: “Σύ ει Πέτρος και επί ταύτην τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, γνωστόν και αυτοις τοις παπικοίς τυγχάνει ότι κατά τους πρώτους της Εκκλησία αιώνας ἣ τε παράδοσις και πάντες ανεξαιρέτως οι θείοι και Ιεροί Πατέρες πάντη αλλοίως και εν πνεύματι ορθοδόξω ερμηνεύουσιν, πέτραν θεμελιώδη και ασάλευτον, εφ᾽ἧ ο Κύριος ωκοδόμησε την εαυτού Εκκλησίαν, ἧς Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν, εννοούντες μεταφορικώς την ορθήν του Πέτρου ομολογία περί του Κυρίου, ότι αυτός εστίν ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος” Ἀναφέρει ο Μανουσάκης (σ. 66) μια επιστολή του Θεωδώρου του Στουδίτη στον πάπα της Ρώμης: “Δεδομένου ότι ο Χριστός παρέδωσε τας κλείδας του παραδείσου στον μεγάλο Πέτρο, της ποιμνηαρχίας το αξίωμα, στον Πέτρο, δηλαδή στον διάδοχό του, θα πρέπει κανείς να προσφύγει για κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης από την ορθόδοξο πίστη» ( PG 99,1017).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος παρατηρεί, αναφόμενος στον Θεόδωρο Στουδίτη:
Μόνον εκ παρερμηνείας ηδύνατό τις να υπολάβη ότι τ᾽ ανωτέρω έχουσιν κυριολεκτικήν έννοιαν και ότι αντιπροσωπεύουσιν πραγματικήν κατάστασιν. Ο μελετών την βυζαντινήν επιστολογραφίαν θα εύρη παρομοίας υπερβολικάς εκφράσεις και παρόμοια κοσμητικά επίθετα. Αλλ᾽ επί πλέον ο μελετών αυτού του Θεοδώρου Στουδίτου τας επιστολάς θα εύρη και προς άλλους απευθυνομένας παρομοίας εκφράσεις. Λχ. τον αυτοκράτορα ονομάζει «χριστομίμητον», «θεώνυμον», «θεόσεπτον», προς τον λογοθέτη Παντολέοντα γράφων μεταχειρίζεται την φράσιν «σου το πνευματοκίνητον στόμα». Προς τον Ιωάννην Μονεμβασίας και ηγούμενον Μεθόδιον τους «θεοτιμήτους» γράφων λέγει ότι «ενεργούσιν θεβούλως», προς τον Εφέσου Θεόφιλον «η συ ιερά κορυφή πρωτοπάτωρ». Τον Πατριάρχην Νικηφόρον τιτλοφορεί «κεφαλή ημών» «κορυφή της καθ᾽ημάς Εκκλησίας», «αρχιποίμην» «θεία και κορυφοτάτη κάρα», «κορυφαιότατος αρχιερεύς», «μέγας ήλιος της ορθοδοξίας πνευματοκινήτως φθεγγόμενος». Τους Πατριάρχας της Ανατολής χαρακτηρίζει δια παρομοίων κοσμητικών επιθέτων «αγία αποστολική θειοτάτη κορυφή», «μεγάλη και θεία κεφαλή». Προς δε των Ιεροσολύμων έγραφε. «Τῶ τά πάντα ἁγιωτάτω Πατρί Πατέρων, φωστῆρι φωστήρων, κυρίω μου Δεσπότη, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, Θεόδωρος ἐλάχιστος Πρεσβύτερος καί ἡγούμενος Στουδίου … Σύ πρῶτος Πατριαρχῶν κἂν πεντάζεις τω αριθμῶ.Οἷ γαρ ο Επίσκοπος τῶν ψυχῶν και τῶν όλων ἁρχιερεύς και εγεννήθη καί ἒδρασε και ἀνέστη καί ἔζησε, και ἀνελήφθη, εκεῖ δηλονότι το ὑπεραῖον ἁπάντων αξίωμα… Γενοῦ ἠμῖν εἶς τῶν δώδεκα Αποστόλων ὦ Μακαριώτατε.»
Ώστε ο Θεόδωρος Στουδίτης επικαλούμενος την κατά της εικονομαχίας συνδρομήν του πάπα Ρώμης μεταχειρίζεται κοσμητικά επίθετα οία και προς άλλους μετεχειρίσθη, δεν αναγνωρίζει δε πρωτείον αυτού εξουσίας επί της όλης Εκκλησίας. Ονομάζει τον ΚΠόλεως ως «θεία και κορυφαία τῶν κεφαλῶν ακρότης», ως Οικουμενικόν, τον Ιεροσολύμων «πρώτον Πατριαρχών» και τον Ρώμης ομοίως, αλλά θεωρεί τους πέντε Πατριάρχας «ομοταγείς ως του Αποστόλους», υπό κεφαλήν τον Ιησούν Χριστόν (Επιστολή β,66) Εις τους πέντε Πατριάρχας κατά τον Θεόδωρον τον Στουδίτη ανήκει η κρίσις των θείων δογμάτων (επιστολή β, 129) προς συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου είναι απαραίτητος η παρουσία πάντων (επιστολή Α, 38, Β, 129) Εν τοιαύτη εννοία ονομάζει την Εκκλησλιαν «το πεντακόρυφον εκκλησιαστικόν σώμα» και την αγιοτάτην αυτής αρχήν «το πεντακόρυφον κράτος» (επιστολή Β, 62, 63, 129) … Επομένως είναι εντελώς αβάσιμα τα εξ αυτών συμπεράσματα τῶν Λατίνων θεολόγων (και του π. Μανουσάκη, καθώς και του Μητροπολίτου Περγάμου) περί του ότι δήθεν ο Θεόδωρος ανεγνώριζε το πρωτείον εξουσίας του Πάπα τῆς Ρώμης”
Αυτά που αναφέρει ο π. Μανουσάκης τα έχουν πει και Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, όπως φάνηκε από το κείμενο του Αρχιεπισκόπου Παπαδοπούλου. Εκείνο όμως που δεν τόλμησαν να κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι είναι να συνδέσουν την εκκλησιολογία του πρωτείου του πάπα με την τριαδολογία. Αυτό το επεχείρησε πρώτος ο Μητροπολίτης Περγάμου και μας το αναφέρει ο π. Μανουσάκης στο βιβλίο του Υπέρ της των πάντων ενώσεως. Ο Μητροπολίτης Περγάμου βλέπει πρωτείο και στην Αγία Τριάδα και αυτό είναι το πρωτείο του Πατρός!!! Σύμφωνα με την σκέψη του, ο Πατήρ είναι αυτός που δίνει την ενότητα στην Παναγία Τριάδα, και την ονομάζει Μοναρχία του Πατρός. Τα πρόσωπα μαζί με τις ακοινώνητες διακρίσεις οι οποίες τα χαρακτηρίζουν, σύμφωνα με την ορολογία των Καππαδοκών, βρίσκονται σε προσωπική κοινωνία κατά τον Ζηζιούλα, και το πρόσωπο του Πατρός είναι αυτό που δίνει την ενότητα των τριών. Επομένως ο Πατήρ έχει ένα πρωτείο προσωπικό και είναι αυτό το πρωτείο που θα δώσει την ενότητα των τριών Θείων Υποστάσεων, όταν αυτές θα βρεθούν σε προσωπική κοινωνία και σχέση!!!Η ουσία δεν έχει να κάνει τίποτε. Είναι μια αναγκαιότητα που έχει καταργηθεί. Παρακολουθείστε τί μας λέει ο π. Μανουσάκης στην σελίδα 64 : “ Ο Μητροπολίτης Ιωάννης (Ζηζιούλας) της Περγάμου αφιέρωσε πολλά άρθρα πάνω σ᾽ αυτό το θέμα (δύο έχουν δημοσιευθεί προσφάτως στο επίσημο περιοδικό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος) στα οποία μας λέει ότι το πρωτείο είναι πάντοτε συνδεδεμένο με το πρόσωπο … Η εξέχουσα προσφορά του Ζηζιούλα στο ζήτημα του πρωτείου είναι η άρνησή του να χωρίσει το πρωτείο από την αληθινή και σωστή θεολογία [δηλαδή αυτή του προσώπου] τοποθετώντας το πρωτείο της εκκλησιολογίας μέσα στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος που είναι ετερότητα σε κοινωνία. Γράφει λοιπόν ότι η δημιουργία του επισκοπικού αξιώματος είναι σε τελευταία ανάλυση δεμένη με την τριαδικότητα του Θεού στην οποίαν η κοινωνία των προσώπων γίνεται ενότης [Προσέξτε, στην Παναγία Τριάδα η ενότης γίνεται, δηλαδή επιτυγχάνεται, δεν υπάρχει σαν ουσία ή φύση] μόνο στο πρόσωπο του Πατρός. Καλό θα ήταν να αναφερθεί το γράμμα του Μαξίμου Βεργόπουλου, γιατί αυτό περιγράφει καλύτερα την διαλεκτική μεταξύ του ενός και των πολλών, μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος: ‘Το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί η σχέση μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητος είναι αυτό της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η κοινωνία της ζωής των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ειδικά η ύπαρξη του διακονήματος του πρωτείου είναι αντανάκλαση της Αγίας Τριάδος, γιατί όπως είδαμε ο Ζηζιούλας λέει ότι το πρόσωπο δια του οποίου η κοινωνία της Αγίας Τριάδος γίνεται ενότης είναι ο Πατήρ’.”
Με άλλα λόγια ο π. Μανουσάκης και ο Μητροπολίτης Περγάμου μας λένε ότι όποιος δεν δέχεται το πρωτείο του πάπα είναι όχι μόνο αιρετικός, αλλά και δεν δέχεται την ενότητα στην Παναγία Τριάδα!!! Είναι εξωφρενική μια τέτοια τοποθέτηση, δεν έχει ειπωθεί από κανένα θεολόγο ή Πατέρα σε Δύση και Ανατολή. Αιρετικοί και αρνητές της Αγίας Τριάδος λοιπόν είναι, κατά τον Μανουσάκη, όλοι αυτοί που δεν δέχονται την θεολογία του πρωτείου που εξασφαλίζει την ενότητα. Άνευ πρωτείου δεν υπάρχει ενότης ούτε φύσεως ούτε ουσίας ούτε ενεργειών. Αιρετικός και ο Παλαμάς που δεν δέχεται την θεολογία του πρωτείου και ονομάζει την Εκκλησία κοινωνία θεώσεως. Γιατί κατά τον π. Μανουσάκη “Δεν μπορεί να γίνει δεχτό, όπως πολύ συχνά λέγεται, ότι η ενότης των ορθοδόξων εκκλησιών επιτυγχάνεται από τον κοινό κανόνα της πίστεως και λατρείας καθώς και από την οικουμενική σύνοδο σαν θεσμό. Όλα τα προαναφερθέντα είναι παράγοντες απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξο θεολογία η αρχή ενότητος είναι πάντα ένα πρόσωπο” (σ. 64, βλ. κείμενο του Μητροπολίτου Ελπιδοφόρου). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με αυτή την θεώρηση, η θέωση, η πίστη, το δόγμα είναι απρόσωποι παράγοντες, καθώς και η οικουμενική σύνοδος άνευ πρωτείου του πάπα!!! Αιρετικός λοιπόν ο Μάξιμος ο Ομολογητής και οι Ανατολικοί Πατέρες που μιλάνε για θέωση!!! Κατά συνέπεια, απρόσωπες και χωρίς την ενότητα οι πανορθόδοξοι συνοδοι της εποχής του Γρηγορίου Παλαμά, οι ομολογίες των Πατέρων, και ο κάθε διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας εκφέρει μόνο προσωπικές απόψεις που δεν οδηγούν στην ενότητα, αν δεν έχει την έγκριση του πρώτου, δηλαδή του πάπα της Ρώμης!!!
Ας δούμε όμως πως ορίζουν την ενότητα στην Τριάδα οι Πατέρες. Είδαμε ότι τα πρόσωπα είναι διακρίσεις ακοινώνητες της κοινής ουσίας, τρόποι υπάρξεως της ουσίας, κατά τους Πατέρες και εξηγήσαμε ότι η κοινωνία δεν είναι των προσώπων, αλλά της ουσίας και των ενεργειών αυτής. Ο Θεός είναι ένας, όχι γιατί τα πρόσωπα, προηγούνται των ενώσεων, δηλαδή της φύσεως. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Θεός δεν θα ήταν ένας μας τρεις, και θα πέφταμε στην τριθεΐα. Για τους Καππαδόκες τα πρόσωπα είναι διακρίσεις ακοινώνητες της μίας φύσεως και δεν προηγούνται ούτε έπονται αυτής. Τα πρόσωπα, από τη μια μεριά, έχουν μια Πηγή που είναι ο Πατήρ. Ο Υιός γεννιέται και το Πνεύμα εκπορεύεται, δηλαδή και τα δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα (μοναρχία του Πατρός). Δεν σημαίνει όμως ότι αυτό αρκεί για να έχουμε ένα Θεό. Στην ελληνική μυθολογία ο Ζεύς είναι η αρχή των δώδεκα θεών και έχουμε μοναρχία του Διός. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ένας Θεός αλλά δώδεκα. Και στον άνθρωπο παρατηρούμε ότι όλοι μας προερχόμαστε από τον Αδάμ που τον κατασκεύασε ο Θεός, αλλά δεν έχουμε τον ένα άνθρωπο, αλλά τους πολλούς. Αν παρατηρήσουμε και την τοπική εκκλησία, ο επίσκοπος είναι ο πρώτος, σύμφωνα με την θεολογία του Ζηζιούλα, αλλά δεν μου προκύπτει ότι το εκκλησιαστικό σώμα, παρ᾽ ότι έχει έναν πρώτο, είναι ο ένας άνθρωπος, αλλά οι πολλοί. Αυτό το ήξεραν οι Πατέρες, και μαζί με την μοναρχία του Πατρός προσέθεσαν την Μοναρχία της θείας ουσίας. Δηλαδή ο Θεός είναι ένας, όχι μόνο γιατί οι δύο έχουν την αρχή στον Πατέρα, αλλά κυρίως γιατί και οι τρείς έχουν μία ουσία και μία ενέργεια. Γι᾽αυτό “εί γὰρ καὶ τριλαμπεῖ, μοναρχεῖ τὸ θεῖον”.
Καιρός να σταματήσουμε να παρερμηνεύουμε και το σύμβολο της πίστεως της Νικαίας/Κωσταντινουπόλεως. Ο π. Μανουσάκης ισχυρίζεται ότι: “ όπως δείχνει και το σύμβολο της πίστεως που απαγγέλουμε σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη , ο ένας Θεός που πιστεύουμε είναι το πρόσωπο του Πατρός: Πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα. Η ενότης του Θεού δεν ζώσεται από την ουσία που είναι απρόσωπος αλλά από το πρόσωπο του Πατρός” (σ. 62)
Δηλαδή, ο Υιός και το Πνεύμα δεν είναι ένας Θεός; Τί είναι, ημίθεοι, δεύτερος και τρίτος Θεός, κατώτεροι, κτίσματα; Ξεχνά όμως ο π. Μανουσάκης ότι η Οικουμενική σύνοδος της Νικαίας δεν μας μίλησε για τον Πατέρα, αλλά για το ομοούσιον. Ο ένας Θεός δεν είναι μόνο ο Πατήρ, αλλά και ο Υιός και το Πνεύμα, καθότι ομοούσια του Πατρός. Και το σύμβολο της πίστεως αρχίζει με το Πιστεύω εις ένα Θεόν. Ο Θεός είναι η ουσία. Επειδή όμως η ουσία δεν είναι απρόσωπος, μετά προσθέτει στην ουσία το ιδιάζον και λέει, Πιστεύω εις ένα Θεό Πατέρα. Και πάλι, Πιστεύω εις ένα Θεόν (δεν το επαναλαμβάνει, το συνδέει με το και) Υιόν, και πάλι, πιστεύω εις ένα Θεόν Πνεύμα Άγιον. Για όποιον θα είχε αμφιβολίες, ας διαβάσει το επόμενο κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου, και ας σταματήσουμε να δεχόμαστε αρειανικές ομολογίες.
“Δια τοῦτο οὐσίαν μέν μίαν ἐπί τῆς θεότητος ὁμολογοῦμεν, ὣστε τόν τοῦ εἶναι λόγον μή διαφόρως ἀποδιδόναι, ὑπόστασις δέ ἰδιάζουσαν, ἳν᾽ ἀσυγχύτως ἡμῖν καί τετρανωμένη ἡ περί Πατρός καί Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, ἒννοια ἐνυπάρχη μή γάρ νοούντων ἡμῶν τούς ἀφορισμένους περί ἓκαστον χαρακτῆρας, οἶον πατρότητα καί υἱότητα καί ἁγιασμόν, ἀλλ᾽ ἐκ τῆς κοινῆς ἐννοίας τοῦ εἶναι ὁμολογούντων Θεόν, ἀμήχανον ὑγιῶς τόν λόγον τῆς πίστεως ἀποδίδοσθαι, χρή οὖν τῷ κοινῷ τό ίδιάζον προστιθέντας, οὓτω τήν πίστιν ὁμολογεῖν: κοινόν ἡ θεότης ἲδιον ἡ πατρότης, συνάπτοντος δέ λέγειν: πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν Πατέρα καί πάλιν ἐν τῇ τοῦ Ὑιοῦ ὁμολογία τό παραπλήσιον ποιεῖν, τῷ κοινῷ συνάπτειν τό ἲδιον καί λέγειν: Πιστεύω εἰς ἓναν Θεόν Υἱόν, ὁμοίως καί ἐπί τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατά τό ἀκόλουθον τῆς ἐκφωνήσεως τήν προφοράν σχηματίζοντας λέγειν: Πιστεύω εἰς τόν Θεόν Πνεῦμα τό ἃγιον. Ὤστε δ᾽ὃλου καί την ἑνότητα σώζεσθαι ἐν τῇ τῆς μιᾶς θεότητος ὁμολογία καί τό τῶν προσώπων ἰδιάζον ὁμολογεῖσθαι ἐν τῷ ἀφορισμῷ τῶν περί ἓκαστον νοουμένων ἰδιωμάτων (Μέγας Βασίλειος, Επιστολή 236,6. PG 32,884).
Τώρα ας εξετάσουμε πώς με την θεολογία του προσώπου φτάνουμε στο γνωστό filioque, δηλαδή στην αίρεση των Ρωμαιοκαθολικών που ισχυρίζονται ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού. Είδαμε ότι ο Αυγουστίνος ορίζει τα πρόσωπα σαν σχέση του εγώ με το εσύ. Αυτή τη σχέση την παίρνουν οι σχολαστικοί και την εφαρμόζουν στο δικό τους σύστημα. Δηλαδή με τη σχέση ουσίας προσπαθούν να ορίσουν τα πρόσωπα στην Παναγία Τριάδα. Ξέρουμε ότι στην Τριάδα τα πρόσωπα είναι τρία, ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα. Σε τι σχέση ουσίας θα βρίσκονται μεταξύ τους, ώστε να μπορέσουμε να τα ορίσουμε; Ο Πατήρ γεννάει τον Υιό. Η γέννηση είναι αυτή που βάζει σε αντίθεση τον Πατέρα από τον Υιό, τον φέρνει σε σχέση, επομένως ορίζει και τον Πατέρα και τον Υιό. Ο Πατήρ όμως βρίσκεται στην κορυφή και δεξιά έχει τον Υιό που με την γέννηση βρίσκεται σε σχέση μαζί του. Στα αριστερά όμως βρίσκεται το Πνεύμα. Η γέννηση είπαμε είναι η σχέση Πατρός και Υιού. Ποιά όμως θα είναι η σχέση Πατρός και Πνεύματος; Θα έλεγε κανείς η εκπόρευσις. Αλλά αν ήταν μόνο η εκπόρευσις, τότε η εκπόρευσις θα ήταν το ίδιο με την γέννηση και το Πνεύμα θα ταυτιζόταν με τον Υιό. Για να το καταλάβετε καλύτερα. Έχουμε τον Πατέρα στην κορυφή, δεξιά τον Υιό και αριστερά το Πνεύμα. Το δεξιό ορίζεται σαν αντίθεση, σχέση με το αριστερό. Είναι δεξιό γιατί δεν είναι αριστερό, σχέση αντίθεσης. Αν τώρα πούμε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνον, τότε θα είχαμε την αντίθεση μεταξύ Πατρός και Πνεύματος, μα αυτή η αντίθεση, είναι δεξιά ή αριστερά; Με άλλα λόγια, πώς ξεχωρίζεται από την αντίθεση σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού, δεδομένου ότι το δεξιό με την κορυφή διαχωρίζεται από μια σχέση; Αν η εκπόρευσις ήταν μια σχέση μόνο του Πατρός και του Πνεύματος τότε θα έπρεπε να ήταν ταυτόσημη με την γέννηση. Άρα πώς θα ξεχωρίσουμε την σχέση του Πατρός προς δεξιά και προς αριστερά; Κατά συνέπεια, για να ξεχωρίσουμε το αριστερό από το δεξιό θα πρέπει να πούμε ότι το Άγιο Πνεύμα, που είναι αριστερά, εκπορεύεται από τον Πατέρα, αλλά αυτή η εκπόρευσις δεν είναι γέννησις, δεν τραβάει δεξιά, γιατί το δεξιό ξεχωρίζεται από το αριστερό, επειδή το Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από τον Υιό. Με αυτούς τους λεπτούς μαθηματικούς – γεωμετρικούς στοχασμούς οι σχολαστικοί ξεχωρίζουν το δεξιό από το αριστερό της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό.
Να πώς εφαρμόζεται λοιπόν η θεολογία της προσωπικής σχέσεως στο Filioque. Να γιατί, αν δεχθούμε την θεολογία του προσώπου ως σχέσεως, θα πρέπει να καθορίσουμε και την σχέση μεταξύ Υιού και Πνεύματος και να δεχθούμε απαραιτήτως την εκπόρευση εκ Πατρός και Υιού. Μας το λέει ξεκάθαρα ο κύριος Μανουσάκης στο βιβλίο του Υπέρ της των πάντων ενώσεως (σ. 40-41): «Θα ήθελα να μιλήσω και δια το δόγμα που λέει ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού…Το μυστήριον της συζητήσεως αφορά την σχέση μεταξύ Υιού και Πνεύματος. Η Παράδοση και η Αποκάλυψη της Εκκλησίας ξεχώρισαν αρκετά καλά την σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού από τη μια μεριά και την σχέση Πατρός και Πνεύματος από την άλλη. Στην πρώτη μιλάμε για γέννηση στην δεύτερη για εκπόρευση. Αυτά όμως τα ονόματα δεν μας λένε τίποτε παραπάνω από το γεγονός ότι η Αγία τριάδα είναι μια κοινωνία προσώπων, μια κοινωνία που λέει ότι υπάρχει μια ενότητα καταλαβαίνοντας όμως και την ετερότητα και μας διδάσκει ότι η Πηγή αυτών των κοινών σχέσεων είναι το πρόσωπο του Πατρός που το πιστεύω τον ταυτίζει με τον ένα μοναδικό Θεό (μοναρχία Πατρός). Η Καθολική θεολογία όμως ενδιαφερόμενη πιο πολύ για την καθαρότητα και την πληρότητα ως προς την ορθόδοξη, κατάλαβε πολύ νωρίς μια τρίτη σχέση, δηλαδή αυτήν του Υιού και του Πνεύματος που δεν είχε ποτέ μελετηθεί και έμενε χωρίς απάντηση. Ιστορικώς η απάντηση της καθολικής θεολογίας σε αυτήν την έλλειψη αποτελούνταν από τον διπλασιασμό της σχέσεως μεταξύ Πατρός και Πνεύματος, για να καθορίσει εκείνη την σχέση μεταξύ Υιού και Πνεύματος , δηλαδή την εκπόρευση (εκ του Υιού)… Από την άλλη μεριά η ορθόδοξη θεολογία συνειδητοποίησε τώρα τελευταία το πρόβλημα που οι καθολικοί θεολόγοι θέλησαν να επιλύσουν από τον Μεσαίωνα. Όμως, κι αυτό είναι μια ατυχής περίσταση στην ιστορία, οι ορθόδοξοι θεολόγοι πριν συνειδητοποιήσουν ποιό ήταν το πρόβλημα, αντέδρασαν πολεμικά έναντι στην λύση που προτεινόταν».
Τα λεγόμενα του π. Μανουσάκη διατύπωσαν οι σχολαστικοί και οι Πατέρες μας από τον Μέγα Φώτιο μέχρι και τον Παλαμά, τα είχαν συνειδητοποιήσει καλύτερα από αυτόν, γι᾽ αυτό και τα ονόμασαν αιρέσεις. Αλλά βέβαια οι Πατέρες μας δεν όριζαν το πρόσωπο όπως το ορίζει ο Μητροπολίτης Περγάμου, γι᾽ αυτό και δεν ανακάλυψαν, όπως αυτός, προσφάτως, ότι οι καθολικοί, επειδή ενδιαφερόντουσαν για την καθαρότητα και πληρότητα των σχέσεων, τοποθέτησαν στο σύμβολο της πίστεως το filioque!!! Οι Πατέρες, επειδή δεν έκαναν φιλοσοφία και οντολογία, δεν πήραν την τέταρτη κατηγορία του Αριστοτέλους, δηλαδή την σχέση για να ξεχωρίσουν τα πρόσωπα της Παναγία Τριάδος καθώς και τα ανθρώπινα. Τα πρόσωπα για τους Καππαδόκες, όπως είδαμε , είναι διακρίσεις ακοινώνητες της κοινής ουσίας. Μια διάκριση δεν έχει ανάγκη μιας σχέσεως για να διαχωρισθεί. Δεν είναι ένα εγώ, μια ατομική αυτοσυνειδησία, που βρίσκεται σε σχέση με ένα εσύ, μια άλλη ατομική αυτοσυνειδησία, γιατί κάθε ατομική αυτοσυνειδησία έχει ανάγκη να κάνει σύγκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, επειδή κανένας δεν γνωρίζει το πραγματικό του είναι. Επειδή η κάθε ατομική αυτοσυνειδησία στηρίζεται σε φαντασιώδεις εικόνες που μεταβάλλονται, και όχι στην πραγματικότητα, καμία απολύτως σχέση δεν είναι δυνατόν ποτέ να ορίσει το πρόσωπο. Δεν υπάρχει κανένα εγώ και κανένα εσύ που διαλέγονται και αγαπούν το ένα το άλλο, γιατί και το εγώ και το εσύ είναι εντελώς φαντασιακές συλλήψεις, δηλαδή αναγκαίες αυταπάτες – στην πτωτική κατάσταση που ζούμε – που μεταβάλλονται, πολλές φορές χωρίς έλεος. Φανταστείτε για παράδειγμα τον Γιώργο να ανακαλύπτει ότι δεν είναι Έλληνας, μα Τούρκος. Η εικόνα που είχε σχηματίσει για τον εαυτό του χάνεται και βρίσκεται ο ίδιος σε μεγάλη κρίση με τον άμεσο περιβάλλον του. Όταν πριν από χρόνια ζούσε στην Ελλάδα και δεν χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο, νόμιζε ότι οικογένεια είναι η σχέση μιας γυναίκας μ᾽ έναν άντρα με άμεση συνέπεια την γέννηση παιδιών. Τώρα στην Ευρώπη και στο διαδίκτυο αυτή η εικόνα έχει μεταβληθεί. Βλέπει ότι η οικογένεια αποτελείται από τέσσερα άτομα, δύο φυσικούς γονείς που είναι χωρισμένοι, συνοδευόμενοι ο καθένας από άλλη γυναίκα ή άντρα. Ή παρατηρεί ότι υπάρχουν γονείς του ιδίου φύλου, δύο γυναίκες ή δύο άντρες που έχουν υιοθετήσει παιδιά. Αυτό μπορεί να έχει άμεση επιρροή και στην σχέση του Γιώργου με την γυναίκα του, που θα μπορούσε να τους οδηγήσει και σε διαζύγιο, γιατί πλέον η εικόνα που είχαν για την οικογένεια έχει ριζικά μεταβληθεί.
Πώς είναι δυνατόν μια ατομικότητα, που στηρίζεται σε τόσο εύθραυστη αυτοσυνειδησία και ετερότητα, να αποτελεί τον ορισμό του επιμέρους ανθρώπου, αφού στηρίζεται σε σχήματα του παρόντος αιώνος που διαρκώς μεταβάλλονται; Ή πώς είναι δυνατόν και ο ίδιος ο Θεός να μην είναι μια αναγκαία αυταπάτη, αν επιμένουμε να τον φανταζόμαστε σαν τρεις ατομικές αυτοσυνειδησίες; Δεν είναι δυνατόν ποτέ να καθορίζουν τρεις ατομικές αυτοσυνειδησίες την πραγματικότητα ενός τρισυποστάτου Θεού αληθινού και μοναδικού. Ούτε μπορούμε να φανταζόμαστε μαθηματικές, γεωμετρικές, τριγωνικές σχέσεις μεταξύ των τριών και να τις εφαρμόζουμε στην Αγία Τριάδα. Αυτά τα πράγματα οι Πατέρες τα ονόμασαν αιρέσεις
Η Προσπάθεια αλλοίωσης των Πατέρων απο τους προαναφερθέντες “μεταπατερικούς θεολόγους” οδηγεί αναπόφευκτα και στην προσπάθεια άμεσου ξεπερασμού της θεολογίας των. Σύμφωνα με τους δυτικούς και τους “μεταπατερικούς» οι Πατέρες χρησιμοποίησαν την φιλοσοφία της εποχής τους για να αναπτύξουν τις θεολογικές τοποθετήσεις τους. Γιατί λοιπόν σήμερα να μην χρησιμοποιήσουμε την μοντέρνα φιλοσοφία, όπως για παράδειγμα την φαινομενολογία, για να μπορέσουμε να τους ξεπεράσουμε και να φέρουμε πιο κοντά την ορθόδοξη και δυτική παράδοση; Αυτό επιχειρεί ο π. Μανουσάκης στο βιβλίο του: υπέρ της των πάντων ενώσεως. Στην σελίδα 14 αναφέρει: «Η φιλοσοφία έπαιξε και συνεχίζει να παίζει ένα ρόλο αναντικατάστατο στην άθρωση της πίστης, όπως ο πάπας Joseph Ratzinger, τωρινός emerito Benedetto XVI, αναφέρει με πολύ καθαρό τρόπο:
«Για μένα σαν θεολόγο η φιλοσοφία δεν έχει κανένα δικό της αυτοσκοπό. Αντιθέτως ακόμη μια φορά εμφανίζεται σαν την καθαρότητα της πίστεως η οποία δένεται με την ακρίβεια μιας φιλοσοφικής σκέψεως, γι᾽αυτό το φιλοσοφείν με σαφή τρόπο πραγματοποιεί ένα μέρος της θεολογικής εργασίας».
Η παράδοση να χρησιμοποιηθεί η φιλοσοφία σαν υπηρέτρεια της φιλοσοφίας από τους αρχαίους χρόνους, για την καλλιέργεια μιας οικουμενικής θεολογίας, δεν χάθηκε εντελώς από την μοντέρνα εποχή. Ο πρόδρομος αυτής που μπορούμε σήμερα να την ονομάσουμε “οικουμενική θεολογία», υπήρξε ο μέγας φιλόσοφος της αναγέννησης Νοκόλαος Κουζάνο. Η συμμετοχή του στις συνόδους Βασιλείας και Φερράρας, αν και αυτοί οι σύνοδοι απέτυχαν, του έδωσε την δυνατότητα να μας δώσει εξαίρετες θεολογικές διατυπώσεις. … Το παρόν βιβλίο δίνει στον αναγνώστη δύο παραδείγματα. Και τα δύο κεφάλαια του δευτέρου μέρους (εκείνα που αναφέρονται στο άκτιστο ή κτιστό φώς και στην θέληση ή χάρη) αντλούν από την μοντέρνα φιλοσοφία και ειδικά από την φαινομενολογία, την προσπάθεια επανατοποθέτησης ορισμένων θεολογικών ζητημάτων που έγιναν διαφορές μεταξύ Ανατολής και δύσης.»
Δεν θα επεκταθούμε σε αυτό το άρθρο στην ανάλυση των ονείρων του π. Μανουσάκη ο οποίος επιχειρεί να διορθώσει τον Παλαμά και τον Μάξιμο τον Ομολογητή και να φέρει πιο κοντά την Oρθόδοξη και Καθολική παράδοση!!! Δεν νομίζω ότι ο Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος Παλαμάς έχουν ανάγκη διορθώσεων και ειδικά από φιλοσόφους που χρησιμοποιούν την φαινομενολογία. Γιατί και οι δύο προαναφερθέντες Πατέρες ήταν θεόπνευστοι δηλαδή αλάθητοι ή α-σφαλείς και δεν έκαναν ούτε αριστοτελική φιλοσοφία, ούτε πλατωνική, ούτε βέβαια επιδέχονται της μοντέρνας φιλοσοφίας του σημερινού ανθρώπου. Όποιος απομακρύνεται από το κύρος και την α-σφάλεια των Πατέρων, κατά την δική μου άποψη, δεν εκφράζει την καθαρότητα της πίστεως . Ο Γρηγόριος Παλαμάς το λέει ξεκάθαρα:
Τι γαρ ουν τουτέστιν αληθής ευσέβεια; το μη προς τους θεοφόρους Πατέρες αμφισβητείν Και γαρ των προειρημένων αγίων αι θεολογίαι όρος εισί θεοσεβείας αληθούς και χάραξ (Επιστολή στον Μοναχό Διονύσιο παράγραφος 7)