Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ. Δημοσιευθεν στον Ορθόδοξο τύπο τον Απρίλιο του 2016 σε 4 συνέχειες

synodos_patriarchio

 

 

Με αφορμή την Πανορθόδοξο σύνοδο και με τον τρόπο προετοιμασίας αυτής γράφω το άρθρο για να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες θέσεις ορθόδοξες και καθολικές.

Πιστεύω ότι αυτό θα βοηθήσει το αναγνωστικό κοινό να καταλάβει καλύτερα την ορθόδοξο θεολογία και εκκλησιολογία.

Ας ξεκινήσουμε με την εκκλησιολογία της δύσης με πολύ απλό τρόπο, γιατί δεν απευθυνόμαστε μόνο στους θεολόγους μα και στον πιστό κλήρο, μοναχούς και λαό, οι οποίοι αγνοούν αυτές τις αντιλήψεις και τις συνέπειές των.

Για τους λατίνους λοιπόν, η καθολική εκκλησία είναι η σύνοδος των αποστόλων που έχουν κοινωνία με τον Πέτρο. Δηλαδή μεταφράζοντας, σύμφωνα με την καθολική νοοτροπία έχουμε. Οι Απόστολοι όταν ίδρυαν εκκλησίες άφηναν σαν διαδόχους τους τους επισκόπους και ίδρυαν τις τοπικές εκκλησίες. Για παράδειγμα ο Απόστολος Παύλος ίδρυσε την τοπική εκκλησία των Αθηνών και άφησε σαν διάδοχό του τον επίσκοπο Αθηνών που ήταν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Αυτός μετά άφηνε άλλους επισκόπους και έτσι φτάνουμε μέχρι τον σημερινό επίσκοπο Αθηνών. (αυτό κατά τους καθολικούς ονομάζεται Αποστολική διαδοχή) Αυτή είναι μια τοπική Εκκλησία η εκκλησία των Αθηνών. Ο Πέτρος όμως, σύμφωνα με τους καθολικούς ίδρυσε την Εκκλησία της Ρώμης και ήταν ο πρώτος αυτής επίσκοπος!!! Μετά άφησε σαν διάδοχό του τον Λίνο μετά τον Ανάκλητο και ου το καθεξης μέχρι τον σημερινό πάπα της Ρώμης. Τώρα για τους καθολικούς το πρόσωπο του Πέτρου είναι πολύ σημαντικό γιατί πάνω σ´αυτό ο Χριστός ίδρυσε την εκκλησία. Πρέπει να προσέξουμε και αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι στην πίστη του Πέτρου αλλά στον ίδιο τον Πέτρο (δηλαδή στο πρόσωπο) ο Χριστός άφησε την εκκλησία Του! Δηλαδή προσωποπαγής εκκλησια!!!. Βέβαια ο Πέτρος ήταν θνητός και δεν θα μπορούσε να ζήσει αιώνια. Αρα ο ίδιος χρειάζεται έναν αντικαταστάτη, που μετά τον θάνατό του, θα μπορούσε να πάρει αυτό που ο Χριστός έδωσε στον Πέτρο και ο ίδιος θα γινόταν Πέτρος. Ο αντικαταστάτης αυτός σύμφωνα με τους καθολικούς είναι ο εκάστοτε επίσκοπος της Ρώμης και πάπας! Οι άλλοι Απόστολοι όταν πέθαναν άφηναν και αυτοί αντικαταστάτες στις διάφορες τοπικές εκκλησίες. Αυτοί οι αντικαταστάτες που είχαν και έχουν κοινωνία με τον Πέτρο, δηλαδή τον εκτάστοτε πάπα, ο οποίος είναι ο πρώτος, δημιουργουν την καθολική εκκλησία. Δεν υπάρχει καθολική εκκλησία αν δεν υπάρχει και κοινωνία με τον πάπα της Ρώμης . Το πρόσωπο του Πέτρου είναι αυτό που δίνει εγγύηση για την αλήθεια και για την αποστολικότητα της εκκλησίας. Και επειδή ο πάπας είναι αλάθητος από τον Θεό, άρα δεν υπάρχει καμμιά περίπτωση η καθολική εκκλησία να πέσει σε αίρεση. Αν άλλος επίσκοπος πέσει σε αίρεση ο πάπας τον αλλάζει και έτσι μόνο ο Πέτρος είναι η εγγύηση της ορθοδοξίας!!! Οσοι χωρίστηκαν από τον πρώτο, δηλαδή από τον Πέτρο δημιούργησαν σχίσματα και αιρέσεις.

Οι λατίνοι λοιπόν νομίζουν ότι η Καθολική εκκλησία είναι μια συνομοσπονδία των τοπικών εκκλησιών που έχουν κοινωνία με τον πάπα της Ρώμης απ᾽όπου πέρνουν την εγγύηση για την αλήθεια. Και επειδή η κάθε τοπική εκκλησία είναι ο αντικαστάτης των άλλων Αποστόλων, δηλαδή ο εκάστοτε επίσκοπος, αυτή η συνομοσπονδία είναι μια προσωπική κοινωνία των επισκόπων με τον πάπα (προσωποπαγής αντίληψη της εκκλησίας). Η κοινωνία προσώπων, δηλαδή των διακρίσεων, έχει ανάγκη από κάποιο αλάθητο πρόσωπο, επειδή αυτές οι διακρίσεις έχουν διαφορετικές και αλληλοσυγκουόμενες σκέψεις, ελευθερίες και θελήσεις. Αν θέλουμε το μοντέλο αυτό να λειτουργήσει πρέπει κάποιος να είναι αλάθητος.

Αυτός είναι ο λόγος που οι καθολικοί δεν αναγνωρίζουν τους προτεστάντες σαν εκκλησία γιατί δεν υπάρχει ούτε αποστολική διαδοχή (διαδοχή Αποστόλων δηλαδή επισκόπων) μα ούτε κοινωνία με τον Πάπα. Οι προτεστάντες είναι μόνο χριστιανικές κοινότητες. Αλλά και από την άλλη μεριά ούτε οι ορθόδοξοι, σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, θα μπορέσουν ποτέ να γίνουν η μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, γιατί ναι μεν έχουν την Αποστολική διαδοχή, μα τους λείπει η κοινωνία με τον πρώτο, δηλαδή με τον Πέτρο, δηλαδή με τον πάπα της Ρώμης. Οι ορθόδοξοι λοιπόν είναι μόνο τοπικές εκκλησίες γιατί έχουν κανονικούς επισκόπους, δηλαδή έχουν αποστολική διαδοχή (πράγμα που οι προτεστάντες δεν έχουν) μα επειδή δεν κοινωνούν με τον πάπα δεν είναι η Εκκλησία μα εκκλησίες. Και επειδή δεν τους ενδιαφέρει η πίστη μα μόνο το πρόσωπο του Πέτρου, όπως είδαμε, οι ορθόδοξοι γι᾽αυτούς αδυνατούν να δημιουργήσουν την καθολική Εκκλησία, δηλαδή την προσωπική κοινωνία των επισκόπων με τον πάπα και όχι μόνον με αυτόν αλλά ούτε με κανένα πρώτο. Άρα η προσωπική κοινωνία δεν συντελείται με σωστό τρόπο, δεν υπάρχει εγγύηση του πάπα για την αλήθεια, δεν πιστεύουν σε κανένα αλάθητο, μένουν ετερότητες που ποτέ αν δεν ενωθούν με τον πρώτο δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν ως Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία!!!

Δεν θα ασχοληθώ εδώ με την καταπολέμηση αυτών των αντιλήψεων. Έχουν γραφτεί πολλά από τους Πατέρες και δεν θα είχα να προσφέρω τίποτε περισσότερο. Θα ήθελα μόνο να αναφέρω ορισμένες κριτικές καθολικών θεολόγων για την θεολογία αυτή του πρωτείου. Θεολόγων που διαβάζουν τους πατέρες της εκκλησίας και έχουν στραμμένα τα μάτια τους στη πανορθόδοξο σύνοδο που ετοιμάζεται να γίνει την Πεντηκοστή του 2016.

Σ᾽ένα διάλογο που έκανα με έναν καθολικό επίσκοπο και μελετητή των πατέρων μου είχε πει. “Αν θέλουμε εμείς οι καθολικοί να καταλάβουμε την ιεροσύνη θα πρέπει να μελετήσουμε πως αυτή εκφράστηκε από τους πατέρες και πως λειτουργεί στη ορθόδοξη εκκλησία”. Δεν κατάλαβα τι ήθελε να μου πει και τον ρώτησα τι εννοούσε. Η απάντησή του με εξέπληξε: “Δυστυχώς εμείς οι λατίνοι περάσαμε από πολύ νωρίς σε μια μεταπατερική θεολογία γιατί δεχόμαστε την θεωρία της εξέλιξης στη θεολογία» Σὐμφωνα με αυτή την αντίληψη, ο νους του ανθρώπου είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να μπορεί να καταλαβαίνει τον Θεό με διανοητικό τρόπο. Με άλλα λόγια κάθε φορά που θέλει ο Θεός να αποκαλύψει τον ευατό Του, έχει ανάγκη από ανθρώπους που έχουν καλλιεργήσει την διάνοιά τους. Και βέβαια κάθε διανοητική κατάσταση είναι εξελίξιμη. Η κάθε αποκάλυψη του Θεού, δηλαδή εξαρτάται από την διανοητική κατάσταση κάθε εποχής. Κατά συνέπεια αυτό που κατάλαβε ο Απόστολος Παύλος και η αρχαία εκκλησία για τον Θεό εξαρτιόταν από την εποχή του, η οποία ήταν σε διανοητική κατάσταση όχι τόσο ανεπτυγμένη, αλλά μάλλον νηπιώδης. Ένα νήπιο δεν καταλαβαίνει την αλήθεια όπως ένας ώριμος άνδρας. Η κάθε μεταγενέστερη λοιπόν εποχή προσέγγιζε με πιο μεγάλη βαθύτητα τον λόγο του Θεού. Η πρόοδος του ανθρώπου υπονοεί ότι η διανοητική του εξέλιξη αναπτύσσεται με τον χρόνο. Εδώ έχουμε την γνωστή ιστορική εικόνα σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος ήταν νήπιο, μεγάλωσε και ωρίμασε και τώρα καταλαβαίνει καλύτερα. Κατά συνέπεια σήμερα που το διανοητικό μας επίπεδο είναι υψηλότερο, αντιλαμβανόμαστε με πιο μεγάλη ακρίβεια την Αποκάλυψη απ᾽ότι οι Απόστολοι και οι Πατέρες σε προηγούμενες εποχές. Το νήπιο έγινε έφηβος και σήμερα είναι ώριμος άνδρας.

Με αυτή τη νοοτροπἰα η δυτική χριστιανική παράδοση δεν ενδιαφέρεται για μελέτη της θεολογίας των Πατέρων της εκκλησίας οι οποίοι θεωρούνται πλέον ξεπερασμένοι. Και μελετώνται μόνο από ιστορικής και συγκριτικής απόψεως. Τώρα μια τέτοια εξέλιξη βασίζεται πάνω στο πρωτείο του πάπα. Γιατί ποιός μπορεί να δώσει την εγγύηση ότι η εξέλιξη βαδίζει σύμφωνα με τι θέλημα του Θεού και όχι με τα προσωπικά συμφέροντα; Μόνο ο πάπας και έτσι η καθολική εκκλησία μετατράπηκε η παπική εκκλησία και απομακρύνθηκε από την αλήθεια των πατέρων και θεωμένων. Και συνέχισε ο καθολικός

Εκείνο όμως που με ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ότι αλλάζει και η ιεροσύνη. Δηλαδή για να καταλάβεις μόνο ο πάπας την εκφράζει απόλυτα, δηλαδή κατέχει εκατό τοις εκατό, όλη την ιεροσύνη. Ένας καρδινάλιος έχει το 90%, ένας αρχιεπίσκοπος πέφτει στο 80%, ένας απλώς επίσκοπος σαν και μένα μόνο το 60%. Δεν είναι ίσοι λοιπόν οι Απόστολοι, μα μόνο ο Πέτρος εκφράζει την απόλυτη ιεροσύνη και όλοι οι άλλο έπονται. Κατά συνέπεια και οι επισκοποι δεν είναι ίσοι. Επομένως μόνο ο πρώτος εκφράζει το απόλυτο και η κοινωνία μαζί του σε κάνει να είσαι και καθολικός και επίσκοπος. Μετατραπήκαμε από τον πάπα τον Πίο τον ένατο σε πραγρατική παπική εκκλησία, γι᾽αυτό και αν κοιτάξεις την εκκλησιαστική ιστορία από εκείνη την εποχή και μετά η ιστορία της καθολικής εκκλησίας συμπίπτει με την ιστορία των παπών”

Για την ορθόδοξο Εκκλησία όμως η Αποστολική διαδοχή δεν είναι μια προσωποπαγής διαδοχή επισκόπων από τους Αποστόλους μέχρι σήμερα. Γιατί πρώτον οι Απόστολοι δεν ήταν επίσκοποι μιας συγκεκριμένης πόλης επειδή γύριζαν από πόλη σε πόλη για να διδάξουν τον χριστιανισμό. Είναι λοιπόν πρωτίστως η πίστη στον Χριστό και η ζωή εν Χριστώ. Είναι δηλαδή ορθοδοξία και ορθοπραξία. Δεν υπάρχει ορθοδοξία χωρίς την εν Χριστώ ζωή και δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει εν Χριστώ ζωή ανευ ορθοδοξίας. Οι επίσκοποι είναι ορθόδοξοι όχι μόνο επειδή χειροτονήθηκαν από τους Αποστόλους αλλά γιατί έχουν την ίδια πίστη με αυτούς και την ίδια εν Χριστώ ζωή. Δεν υπάρχει η εξέλιξη στην ορθοδοξία. Δεν εξελίσσεται το δόγμα. Μπορεί να διατυπώνεται σε διάφορες γλώσσες, μπορεί να χρησιμοποιείται μια διαφορετική ορολογία διατύπωσης για να προφυλλαχθούμε από τις αιρέσεις αλλά δεν εξελίσσεται. Και αυτό γιατί η Θεολογία δεν είναι μια ανθρώπινη αυτόνομη, διανοητική γνώση, αλλά μετοχή στην θεία Ζωή, δηλαδή γνώση που αντλείται από την Πηγή της Ζωής. Αν ήταν η θεολογία διανοητική γνώση θα έπρεπε να μας δινόταν με ακαδημαϊκά κριτήρια και τίτλους. Βέβαια ο μοντέρνος άνθρωπος σήμερα βλέπει ότι η θεολογία διδάσκεται στα πανεπιστήμια απ όπου εξέρχονται πτυχιούχοι, οι οποίοι φέρουν τον ακαδημαϊκό τίτλο του θεολόγου. Αλλά η πραγματική θεολογία δεν είναι αυτή. Κανένας δεν ζήτησε από τους αποστόλους ακαδημαϊκά κριτήρια. Κανείς δεν ζήτησε από του αγίους της εκκλησίας μας να έχουν μαθητέψει στα καλύτερα πανεπιστήμια.

Είναι αλήθεια ότι η ιατρική ζητάει με ακαδημαϊκά κριτήρια ορισμένες εμπειρικές γνώσεις για να μπορεί ένας γιατρός να εφαρμόσει μια θεραπεία. Η φυσική απαιτεί να γνωρίζει κάποιος τους νόμους που διέπουν τη φύση, οι οποίοι στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή πειράματα και παρατηρήσεις. Πρέπει σε κάθε πανεπιστήμιο και σε κάθε σχολή που κάποιος φοιτά να αποδείξει με ακαδημαϊκα πειστήρια, αποδεκτά από την κοινωνία ότι είναι κάτοχος του θέματός του και μπορεί να δουλέψει πάνω σ αυτό χωρίς να προκαλέσει συγχύσεις και λάθη. Τι όμως παρόμοιο θα μπορουσε να απαιτήσει η ακαδημαϊκή θεολογία; Το αντίστοιχο θα ήταν να μπορούσε κάποιος να γνώριζε βιωματικά το Θεό. Αυτή όμως η γνώση δεν εμπίπτει εντός των ακαδημαϊκών επιστημονικών πειστηρίων. Δεν μπορεί να επαληθευτεί, ούτε να διαψευσθεί εμπειρικά. Επομένως η έννοια της ακαδημαϊκής θεολογίας ως επιστήμης είναι μετέωρη.

Η Θεολογία δεν μπορεί ποτέ να είναι κτιστή γνώση βασισμένη σε ακαδημαϊκά επιστημονικά πειστήρια. Όλοι οι φέροντας ακαδημαϊκούς τίτλους ας σκεφτούν αυτό το απλό που είπε ο Ευάγριος ο Ποντικός και το επανέλαβαν πλήθος άλλων πατέρων της εκκλησίας: Θέλεις να γίνεις θεολόγος; προσευχήσου ειλικρινά και όσο ειλικρινότερα προσεύχεσαι τόσο περισσότερο θεολόγος γίνεσαι. Γιατί η προσευχή σε φέρνει σε ένωση με τον Θεό, σε οδηγεί δηλαδή στη θέα του Θεού, στην πραγματική θεολογία, που δεν είναι το να ξέρεις να γράφεις το σύμβολο της πίστεως ή να ξέρεις όλη την ιστορία των οικουμενικών συνόδων, αλλά το να μπορείς να γνωρίζεις δια μετοχής τον Θεό σου, να γίνεσαι δηλαδή καθαρμένος, φωτισμένος και τελικά θεωμένος.

Είναι αλήθεια ότι την ένωση του Θεολόγου με τον Θεό θα μπορούσε κάποιος να αποπειραθεί ίσως να αναλύσει, να μελετήσει, αλλά δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο να περιγράψει με επιστημονική ακρίβεια. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος είδε τον Θεό. Μπορεί κάποιος να αποπειραθεί να αναλύσει όσο μπορεί καλύτερα το πώς αυτό συνέβη χάριν οικοδομής άλλων. Η περιγραφή αυτή σε τίποτε δεν θα ωφελούσε κάθε άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει φτάσει σ᾽ αυτήν την μετοχή. Το σημαντικό εδώ δεν είναι το να μπορεί να διαβάσει κάποιος στη Βίβλο ότι ο Αβραάμ είδε τον Θεό. Αλλά θα πρέπει κι᾽ο ίδιος να ενταχθεί στην ίδια μετοχή. Δηλαδή με τον ασκητικό του αγώνα να φτάσει, δια της χάριτος, την καθάρση τον φωτισμό ώστε να μπορεί να προδοκεί την θέωση. Και όταν αξιωθεί να δεί τον Θεό, θα μετάσχει σ᾽Αυτόν ολοκληρωτικά, θα του ανοιχτεί διάπλατα και θα απολαύσει αυτό που ο Αβραάμ και οι άλλοι δοξασμένοι πατέρες απόλαυσαν. Τότε βέβαια θα υπερβεί τα λόγια της Βίβλου που περιγράφουν την μετοχή του Αβραάμ στον Θεό, αφού το ίδιο το Αγιο Πνεύμα θα έχει μιλήσει και γράψει μέσα στην καρδιά του αυτή την άρρητη πραγματικότητα, καθώς συνέβει και σε όλους εκείνους που έφτασαν σε τέτοιο σημείο. [1]

Ο κάθε θεωμένος μετέχει σ᾽ όλη την αλήθεια, η οποία δεν δέχεται αυξομειώσεις, ανάλογα με την εποχή που έζησε ο καθένας. Με άλλα λόγια ο Απόστολος Παύλος, ο Μέγας Βασίλειος, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός ο Γρηγόριος Παλαμάς και πλήθος άλλων θεοφόρων αγίων, κάθε εποχής, γνώρισαν άπασα την αλήθεια από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να λέει σε κάθε εποχή και σε κάθε άγιον διαφορετικά πράγματα. Γιατί η αλήθεια δεν εξαρτάται από την διανοητική κατάσταση μιας εποχής, ή ενός προσώπου, αλλά από το βάθος της θεώσεως του κάθε ανθρώπου. Και όταν ο άνθρωπος θεώνεται, σε όποια ιστορική συγκυρία και να έζησε, φτάνει στην αλήθεια που είναι η θέα του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Όποιος βλέπει τον Χριστόν βλέπει τον Πατέρα. Ένας ο Χριστός μία η αλήθεια, η άπασα αλήθεια.

Επομένως όταν στον ανατολικό χριστιανισμό μιλάμε για Θεολογία δεν εννοούμε την ακαδημαϊκή, αλλά την μετοχή όλων αυτών των Θεωμένων που έφτασαν στο σημείο να μετάσχουν στον Θεό βιωματικά, να Τον δουν και να κοινωνήσουν μαζί Του. Προκειται για την θεοπτική μετοχή των Πατριαρχών Προφητών, Αποστόλων, Διδασκάλων, Ομολογητών και Αγίων πριν και μετά την ενσάρκωση του Λόγου του Θεού. Χωρίς αυτή την θεοπτία δεν μπορούμε να μιλάμε για θεολογία, για αλήθεια, για Αποστολική διαδοχή, ούτε για Εκκλησία. Η Εκκλησία όταν χωρίζεται από αυτή την κοινωνία των θεωμένων γίνεται ανθρώπινο οικοδόμημα, που δεν έχει καμμιά σχέση με την σωτηρία. Η θεολογία όταν απομακρύνεται από την ασφάλεια των πατέρων (δηλαδή την αλάθητη πληρότητα που περιέχεται στην πάσα αλήθεια) μετρέπεται σε φιλοσοφία που εξυπηρετεί μόνο τα ανθρωπινα πάθη, όσων φαντάζονται τον Θεό όπως αυτοί νομίζουν. Γίνεται δηλαδή εγκεφαλική και διανοητικό κατασκεύασμα, δηλαδή προϊόν ανθρωπίνου θελήματος. Γι´αυτό έχει δίκιο η ορθόδοξη Ανατολική Παράδοση να παραμένει πιστή σε όσα είπαν και δογμάτισαν οι Πατέρες της εκκλησίας. Χωρίς την ασφάλεια των πατέρων δεν υπάρχει ορθόδοξη παράδοση.

Κατά συμέπεια οι επίσκοποι που διάλεγαν οι Απόστολοι και ο λαός ήταν άνθρωποι που είχαν το πραγματικό πνεύμα της Θεολογίας και βρισκόντουσαν ή στην κάθαρση ή στον φωτισμό ή στην Θέωση. Ήταν οι γιατροί που είχαν θεραπευθεί και βοηθούσαν και τους άλλους. Όταν χειροτονούνταν ένας επίσκος και δεν έιχε την αληθινή θεολογία ή την εν Χριστώ ζωή τον καθαιρούσαν όπως έγινε με τον Νεστόριο ο οποίος ήταν Πατριάρχης της Κωσταντινούπολης. Μόλις εξέφρασε δόγμα αντίθετο με την ορθόδοξη παράδοση κανένας δεν είπε. Προέρχεται από τον Απόστολο Αντρέα άρα είναι διάδοχός του επομένως δεν μπορεί να καθαιρεθεί. Όλοι ανεφώνησαν δεν είναι ορθόδοξος επίσκοπος επειδή δεν εκφράζει την ορθοδοξία και την ορθοπραξία.

Γι᾽αυτό ακριβώς τον λόγο κάθε τοπική εκκλησία που εκφράζει την ορθόδοξο πίστη είναι και καθολική εκκλησία. Γιατί εκεί είναι παρών ο Χριστός ο οποίος είναι η καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Καθολική λοιπόν εκκλησία δεν είναι η προσωπική συνομοσπονδία τοπικών εκκλησιών με κεφαλή τον Πέτρο, αλλά η καθολική πίστη, που έχει κεφαλή τον Χριστό. Η ίδια πίστη που είχαν οι προφήτες, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι που πέρασαν, αυτοί που ζουν σήμερα και αυτοί που θα ζήσουν στο μέλλον. Γι᾽αυτό και ο Παλαμάς χρησιμοποίησε και την μεταμόρφωση για να εξηγήσει το μυστήριον αυτό της Εκκλησίας. Οι Απόστολοι βέπουν την Άκτιστον δόξα, είναι πεσμένοι στο έδαφος και συμβολίζουν την στρατευμένη εκκλησία που βλέπει την δόξα του Κυρίου, ο Ηλίας και ο Μωυσής είναι όλοι οι άγιοι που πέρασαν και που είδαν την ίδια Άκτιστον δόξα και ο Κύριος είναι το παρελθόν το παρόν και το εσχατολογικό τέλος. Ένας ο Κύριος, Μία Άκτιστος δόξα. Η θέα Αυτού του αναστάντος Κυρίου συνιστά την καθολική εκκλησία. Βέβαια η θέα είναι ή εν κατόπρω εν αινίγματι, μέσω των προσευχών αν βρισκόμαστε στην κάθαρση ή στον φωτισμό ή απευθείας αν βρισκόμαστε στο στάδιο της θεώσεως

Όλοι οι επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους και έχουν τον ίδιο βαθμό ιεροσύνης. Ο Πατριάρχης είναι επίσκοπος καθώς και ο αρχιεπίσκοπος καθώς και ο επίσκοπος μιας μικρής πόλης. Αν η Εκκλησία οργανώθηκε σε επισκοπές, αρχιεπισκοπές ή Πατριαρχεία, αυτό δεν σημαίνει ότι ο πρώτος, είτε Αρχιεπίσκοπος είναι, είτε Μητροπολίτης, είτε Πατριάρχης, έχει μεγαλύτερη ιεροσύνη από τους άλλους. Όλοι συμμετέχουν στην σύνοδο και έχουν μία ψήφο και δεν διοικεί ο πρώτος. Ο Πρώτος δεν μπορεί ούτε καν να επέμβει στις υποθέσεις που αφορουν επισκοπή τινά εκτός και αν ζητηθεί ή από τον ίδιο τον επίσκοπο ή από άλλους οι οποίοι έχουν υποστεί αδικία εκ του επισκόπου. Από την άλλη πλευρά αν σε μια μικρή επαρχία γίνει σύνοδος και εκφραστεί μια αλήθεια, έστω και με λίγους επισκόπους ή έναν επίσκοπο με τον κλήρο τον λαό και τους μοναχούς, αυτή η αλήθεια μπορεί να ανγνωριστεί από άπαντες τους αγίους και από μια μετέπειτα σύνοδο πολλών επισκόπων, σαν καθολική αλήθεια που θα αντιπροσωπεύει την πίστη όλων των χριστιανών. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας δείχνει η δευτέρα οικουμενική σύνοδος η οποία ήταν μια τοπική σύνοδος της Κωσταντινούπολης. Αναγνωρίστηκε σαν οικουμενική από την τετάρτη. Με την ίδια λογική και μια σύνοδος που συμμετέχουν όλοι οι ορθόδοξοι επίσκοποι και που φιλοδοξεί να αντιπροσωπεύσει μια οικουμενική αλήθεια, μπορεί να μην αναγνωριστεί σαν οικουμενική μα σαν ληστρική ή ψευτοσύνοδο γιατί δεν κυρήττει την ορθόδοξη πίστη, την καθολική πίστη των Πατέρων, Προφητών διδασκάλων και Αποστόλων. Παραδείγματα ληστρικών συνόδων ή ψευτοσυνόδων υπάρχουν πολλά. Υπενθυμίζω μόνο την σύνοδο της Φερράρας Φλωρεντίας.

Όπως βλέπουμε η έννοια της Καθολικότητος και της εκκλησιολογίας εν γένει είναι διαφορετική και ασυμβίβαστη μεταξύ της ορθοδόξου και καθολικής θεολογίας. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τις θεολογικές διαφορές όπως αυτές εκφράστηκαν στον 14 αιώνα με τις ησυχαστικές έριδες, τουτέστιν την διάκρισιν μεταξύ ουσίας και Ακτίστων ενεργειών του Θεού, της κοινωνίας μεταξύ κτιστού και ακτίστου, της εκπορεύσεως ή αποστολής του Αγίου Πνεύματος και των λοιπών, καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η ορθόδοξος και καθολική θεολογία μιλάνε για δύο διαφορετικούς Θεούς. Δεν θα μπορέσει να υπάρξει ποτέ σύγκλιση αυτών των απόψεων. Αυτό είναι που τρόμαξε τους καθολικούς από την εποχή του 14 αιώνος. Όταν ιδρύθηκε ο οικουμενισμός, έγινε προσπάθεια να ξεπερασθούν αυτές οι διαφορές. Τίνι τρόπο; Με το να μη μιλάμε γι᾽αυτές. Καλύτερα να υπάρξει μια προσέγγιση προσωπική μεταξύ του Πατριάρχου και του πάπα της Ρώμης, μια φιλική προσέγγιση των θεολόγων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν οι δύο εκκλησίες να ξεπεράσουν τις διαφορές. Ονόμασαν αυτήν την προσέγγιση διάλογο της αγάπης. Καλύτερα να μιλήσουμε για αγάπη παρά για θεολογία. Η αγάπη χωρίστηκε από την αλήθεια και μετατράπηκε σε μια προσωπική σχέση ετεροτήτων που το καθένα είχε τον δικό του τρόπο προσέγγισης της αλήθειας. Κατά συνέπεια μας είπαν ότι η αγάπη ενώνει ενώ η θεολογία χωρίζει. Μέσα σ᾽αυτόν τον διάλογο της αγάπης έπεσε και τον πατριαρχείο της Κωσταντινούπολης από τον Αθηναγόρα και μετά. Είναι χαρακτηριστικό το ρηθέν του Αθηναγόρα που το επαναλμβάνουν οι καθολικοί σαν να επρόκειτο σαν ένα ρηθέν μεγάλου γέροντος: “οι θεολόγοι διαιρεσαν την εκκλησία και δεν είναι ικανοί να βρουν τον δρόμο της ενότητος. Αλλα αν εμείς τον βρούμε θα τους αναγκάσουμε να συγκλίνουν. Θα τους κλείσουμε σ᾽ένα απομονωμένο νησί με λίγα τρόφιμα και θα τους πούμε. Έχετε μόνο τρόφιμα για μια εβδομάδα. Κάντε την ένωση διαφορετικά θα πεθάνετε από την πείνα. Θ᾽αναγκασθούν να υπογράψουν”

Μέσα σ᾽αυτό το σκηνικό ασάφειας, αναπάντεχα για τους καθολικούς εμφανίστηκε στο προσκήνιο, ένας ορθόδοξος “θεολόγος” για να τους δώσει μία μεγάλη χείρα βοηθείας. Ο Ιωάννης Περγάμου κκ Ζηζιούλας. Άρχισε σιγά σιγά να εκφράζει τις απόψεις τους, αντιγράφοντας στην εκκλησιολογία τον κ De Lubac . Και σαν να μην έφτανε αυτό μετέφερε αυτήν την εκκλησιολογία και στο θεολογικό επίπεδο και ιδιαίτερα στις ενδοτριαδικές σχέσεις μεταξύ Πατρός Υιού και Πνεύματος, παίρνοντας από τον Αυγουστίνο και καταργώντας τους Πατέρες, τις προηγούμενες οικουμενικές συνόδους. Δύο Πατέρες του δημιούργησαν ένα μεγάλο πρόβλημα και προσπάθησε να απαλλαγεί εντελώς. Ο Μάξιμος ο ομολογητής στην χριστολογία του και ο Γρηγόριος Παλαμάς στην εκκλησιολογία του. Φυσικό λοιπόν για τους καθολικούς να αναδειχθεί σαν τον μεγαλύτερο ορθόδοξο θεολόγο όλων των εποχών και τα βιβλία του να κυκλοφορήσουν στην δύση πολύ περισσότερο από κάθε άλλο θεολόγο.

Αλλά ας δούμε την θεολογία και εκκλησιολογία του πρωτείου του Περγάμου: Φαντάζεται ότι κάθε λογική φύση φύση διεπεται από αναγκαιότητα και στερείται ελευθερίας. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό η φύση θεωρείται ότι αναγκάζει τον καθένα να είναι έτσι όπως αυτή θέλει, επειδή κινείται υπό την επίρροια ορισμένων δυνάμεων ή φυσικών νόμων που την υποχρεώνουν να συμπεριφέρεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.

Για να ξεπεράσει την μηχανιστική αυτή αποψη, ο Περγάμου εισηγήθηκε μια καινούργια ιδέα, μια οντολογία που αναφέρεται στο πρόσωπο και στην ετερότητα, θεωρούμενα σαν αποκλειστικές πηγές ελεθευρίας, εντελώς ανεξάρτητες από την κοινή φύση. Με αυτό το σκεπτικό η φύση στερείται ελευθερίας κινείται εντελώς μηχανικά και αναγκαστικά και η ελευθερία ανήκει στο πρόσωπο, (“το μόνο αληθινό που υπάρχει και το οποίο μπορεί να ξεπεράσει την αναγκαιότητα της φύσεως) που και αυτό βέβαια υπόκειται στον εξαναγκασμό από την μηχανική κίνηση της φύσεως. Είναι σαν νομίζει ένας ποδηλάτης ότι η ισοροπία την οποία επιτυγχάνει κινούμενος πάνω στο ποδήλατό του είναι αποκλειστικό επίτευγμα των ποδιών του και δεν έχει τίποτα να κάνει με την μηχανική δομή του ποδηλάτου του. Αλλά στην πραγματικότητα το ποδήλατο είναι φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει στον κάθε ποδηλάτη να επιτύχει ισοροπία κατά το τρέξιμο. Μια μικρή βλάβη στον μηχανισμό του ποδηλάτου καθιστά την ισοροπία αδύνατη. Αυτό σημαίνει σε τελευταία ανάλυση ότι έγκειται στην φύση του ποδηλάτου το να διατηρεί την ισοροπία του ποδηλάτη.

Σύμφωνα με αυτή την πτωτική νοοτροπία σκέψεως το πρόσωπο φαίνεται σαν να έχει μεγάλο πρόβλημα με την δήθεν μηχανική κίνηση της φύσεως και επειδή όσοι αντιλαμβάνονται έτσι τα πράγματα νομίζουν ότι τα πρόσωπα δεν κινούνται μηχανικά, αλλά διαθέτει το καθένα τους δική του ελευθερία. Έτσι το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί από τέτοιους στοχαστές σήμερα είναι πως θα απαλλαγεί ο άνθρωπος από την δήθεν εσωτερική μηχανική ανάγκαιότητα της φύσεώς του. Αλλά προτού απαντήσουν σ᾽αυτό το πρόβλημα, το μεταβιβάζουν στον ίδιο τον Θεό, Τον Οποίον φαντάζονται κάτω από την επίρροια δήθεν εξαναγκασμένης φύσεως Του. Αυτή η υποταγμένη στην αναγκαιότητα φύση Του τον εξαναγκάζει να είναι και θεός και αγαθός. Δηλαδή το πραγματικό ερώτημα που θέτουν αυτοί οι άνθρωποι είναι: πώς θα μπορούσε να απαλλάγεί ο Θεός από την φυσική του αγαθότητα; Αν κατάφερνε να απαλλάγεί Αυτός θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε και μεις!

Ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός ασκεί την οντολογική ελευθερία Του, εκείνο που τον κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι ότι υπερβαίνει και καταργεί την οντολογική αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος, που γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα[2]!!! Κατά συνέπεια για να απαλλαγεί ο Θεός από την αναγκαιότητα της φύσεώς Του – σύμφωνα με τον Περγάμου – πρέπει να χωριστεί η ελευθερία Του από την βούλησή Του η οποία δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται αυτεξούσια, ούτε κάν ελεύθερη. Η βούληση Του κατ´αυτόν δεν είναι ελεύθερη. Η ελευθερία δεν εξαρτάται από την φύση, την θεωρεί αποκλειστική ιδιότητα του προσώπου και μάλιστα του προσώπου του Πατρός, ούτως ώστε κάθε πρόσωπο να προηγείται οντολογικά από την φύση και να γίνεται έτσι σημαντικότερο από αυτήν Για τους Έλληνας Πατέρας το ενιαίον του Θεού ο ένας Θεός και η οντολογική αρχή ή αιτία της προσωπικής τριαδικής ζωής του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις την υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον του Πατρός. Ο ένας Θεός δεν είναι η μία ουσία, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος είναι η αιτία της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Πνεύματος[3] Το πρόσωπο του Θεού Πατρός προηγείται και καθορίζει την ουσία του δεν προκαθορίζεται από αυτήν[4] Σ᾽αυτήν την τερατώδη αντίληψη περί Θεού ο Άγιος Σωφρόνιος ο μέγας πατριάρχης Ιεροσολύμων και πνευματικός οδηγός του αγίου Μαξίμου του ομολογητού απαντά: έστιν ουν μετά το είναι Θεός, Πατήρ ο Πατήρ, και έστι μετά το είναι Θεός Υιός ο Υιός, και έστι μετά το είναι Θεός, Πνεύμα άγιον το Πνεύμα το άγιον

Εντελώς αντίθετα προς τον Άγιον Σωφρόνιο για τον Ζηζιούλια η θεία φύση είναι αναγκαστική και αν κάποιος πει τον Θεό, φύσει Θεό και φύσει αγαθό και φύσει δημιουργό, Τον βάζει υπό το κράτος μιας ανάγκης, η οποία αίρεται μόνο με τη “οντολογία» του προσώπου. Αν η ψυχή είναι φύσει αθάνατος τότε η προσωπική επιβίωσις είναι αναγκαστική , επανερχόμεθα πάλιν εις την αρχαίαν κλασσικήν οντολογίαν. Τότε και ο Θεός είναι αθάνατος από την φύση του, δηλαδή κατ᾽ανάγκην και ο άνθρωπος συγγενεύει ουσιαστικά, αναγκαστικά, με τον Θεόν[5]. Ο Θεός λοιπόν δεν είναι αναγκασμένος από την φύση του να είναι Θεός, διότι το πρόσωπο του Πατρός ελεύθερα αποφασίζει να είναι Θεός, να έχει δηλαδή αυτή την φύση. Επομένως η φύση εκπηγάζει από το πρόσωπο του Πατρός, πράγμα που για τον Παλαμά και όλους τους Πατέρες είναι μια μεγάλη δυσέβεια. [6]

Είναι αλήθεια όμως ότι χωρίζοντας, με αυτό τον τρόπο, την ελευθερία από την θέληση, φτάνει σε μια άλλη ανάγκη, στην ανάγκη της ελευθερίας! Δηλαδή, για να το καταλάβουμε καλύτερα, εμείς οι άνθρωποι είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε ελεύθεροι. Αναγκασμένοι γιατί η ελευθερία δεν εξαρτάται από την θέλησή μας. Κανένας δεν μας ρώτησε αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, μα από την στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε ελεύθεροι και θέλοντας ή όχι πρέπει να ασκήσουμε την ελευθερία μας. Άραγε και στον Θεό υπάρχει αυτή η ανάγκη για ελευθερία, πέφτει και ο Θεός στην ανάγκη να είναι ελεύθερος; Αν και στον Θεό η ελευθερία είναι προσωπική επιλογή και όχι αυθόρμητο αναύρησμα της φύσεώς Του τότε και το πρόσωπο του Πατρός είναι αναγκασμένο να είναι ελεύθερο. Λύνεται το ζήτημα αν πεσουμε από την μία ανάγκη στη άλλη;

Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι λύνεται, τι θα κάνουμε στο θεολογικό επίπεδο; Γιατί το κάθε πρόσωπο, τα υποστατικά ιδιώματα, ανήκουν μόνα σε αυτό και όχι σε άλλα προσωπο. Δεν υπάρχει υποστατική κοινωνία προσώπων γιατί τα πρόσωπα είναι υποστατικώς ακοινώνητα. Αν λοιπόν η ελευθερία είναι δεμένη με το πρόσωπο του Πατρός ανήκει μόνο σε αυτόν και δεν κοινωνείται σε κανένα άλλο πρόσωπο. Ρωτάμε λοιπόν υπάρχει ελευθερία στον Υιο και στο Πνεύμα; Και αν υπάρχει τί είδους ελευθερία είναι αυτή Κτιστή ή άκτιστη; Αν είναι άκτιστη ποιά θα είναι η διαφορά της ελευθερίας του Υιού ή της ελευθερίας του Πνεύματος από την ελευθερία του Πατρός; Μήπως με αυτό τον τρόπο σκέψεως είμαστε αναγκασμένοι να διακρίνουμε τρεις ελευθερίες διαφορετικές στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος; Δεν πέφτουμε έτσι στον κίνδυνο της τριθείας; Και μάλιστα αν κανείς ισχυρίζεται ότι το ενιαίον του Θεού οφείλεται στο πρόσωπο του Πατρός, αν στην Τριάδα οι διακρίσεις προηγούνται των ενώσεων, τότε ο ένας Θεός εξαφανίζεται. Και δεν σὠζουμε τη κατάσταση αν στον Πατέρα αποδώσουμε απλώς την αιτία της ύπαρξης του Υιού και του Πνεύματος. Και στην ελληνική μυθολογία ο Δίας είναι η αιτία των άλλων θεών αλλά βέβαια δεν έχουμε έναν Θεό αλλά δώδεκα. Και ο Αδάμ είναι η αιτία της Εύας αλλά δεν συναποτελεί με τη Εὐα έναν άνθρωπο.

Τα πρόσωπα σαν ελεύθερα που είναι και οι προσωπικές διαφορές τους, σύμφωνα με τον στοχασμό του Περγάμου, προηγούνται της δήθεν αναγκαστικότητος της φύσεώς τους. Με άλλα λόγια την καταργούν οριστικά. Γιατί πλέον δεν την έχουν ανάγκη από την στιγμή που μόνα τους μπορούν να βρεθούν σε σχέση και να επικοινωνήσουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μιλάει για την οντολογία της ετερότητος, την οντολογία δηλαδή της διαφοράς. Για να το καταλάβουμε καλύτερα ας δούμε πώς ορίζεται το πρόσωπο. “ όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτό που διαφοροποιεί την προσωπική ύπαρξη από κάθε άλλη μορφή υπάρξεως, είναι η αυτοσυνειδησία και η ετερότητα. Αυτοσυνειδησία λέμε την αυτεπίγνωση της ύπαρξης, την βεβαιότητα που έχω ότι υπάρχω, ένα όν με ταυτότητα, ταυτότητα που με διαφοροποιεί από κάθε άλλο όν. Και αυτή η διαφοροποίηση είναι μια απόλυτη ετερότητα ένας μοναδικός ανόμοιος και ανεπνάληπτος χαρακτήρας που καθορίζει την ύπαρξή μου. Ωστόσο η αυτεπίγνωση της ύπαρξης το εγώ η ταυτότητα η συνείδηση της απόλυτης ετερότητας, δεν είναι μόνον ένα προϊόν της σκέψης, αποτέλεσμα μιας λειτουργίας του εγκεφάλου που τη λέμε νόηση. Η αυτοσυνειδησία είνα κάτι πολύ περισσότερο από μια νοητική βεβαιότητα, έχει υποστρώματα που σήμερα διερευνά μια ολόκληρη επιστήμη, η ψυχολογία του βάθους, και τα ονομάζει υποσυνείδητο, ασυνείδητο, εγώ, υπερεγώ῎με μύριους τρόπους προσπαθεί να καθορίσει αυτό το τελικά άπιαστο και απροσδιόριστο που είναι ο άνθρωπος, πέρα από λειτουργίες σωματικές και βιοχημικές αντιδράσεις και ερεθισμούς κυττάρων ή όποιες άλλες αντικειμενοποιημένες ερμηνείες.

Μέσα από τις αναλύσεις των ονείρων, των συνειρμών, των αυτοματισμών της συμτεριφοράς, την αναγωγή σε παιδικά βιώματα, στις πρωτογενείς σχέσεις με το οικογενειακό περιβάλλον, η ψυχολογία του βάθους προσπαθεί να ανιχνεύσει τον τρόπο συγκρότησης και ωρίμανσης του εγώ και αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την σχέση, την αναφορά. Είναι η δυνατότητα που συνιστα τον άνθρωπο: να βρίσκεται απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι να έχει όψη῎προς κάποιον ή κάτι, να είνα πρόσωπον. Να λέει: εγώ απευθυνόμενος σε ένα σύ, να διαλέγεται να κοινωνεί. Το πρόσωπο δεν είναι μια αριθμητική μονάδα, άτομο ενός συνόλου, μια οντότητα καθευτή. Είναι μόνο ως αυτοσυνειδησία ετερότητας, επομένως, μόνο έναντι κάθε άλλης ύπαρξης, μόνο σε σχέση και αναφορά.”[7]

Για να δουμε όμως πως οι μοντέρνοι επιστήμονες ορίζουν την αυτοσυνειδησία του προσώπου στην κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Θα συνοψίσουμε την σκέψη του Arjun Appadurai ενός μεγάλου μοντέρνου ανθρωπολόγου. Η κάθε ανθρώπινη ατομικότητα, σ᾽αυτή τη ζωή, ορίζεται σαν μια αναγκαία αυταπάτη. Επειδή κατασκευάζει την αυτοσυνειδησία και την ετερότητά της από εικόνες που σχηματίζει για τον ευατό της, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Αυτές οι εικόνες δημιουργούνται από την βρεφική ηλικία, εξ᾽αιτίας των σχέσεων με το οικογενεικό περιβάλλον. Αργότερα όταν μεγαλώνει κανείς θα δημιουργήσει άλλες σχέσεις με το σχολείο, με τους φίλους, με την κουλτούρα της χώρας που ζει και ορισμένες εικόνες μέσα στον εσωτερικό κόσμο θα αρχίσουν να μεταβάλλονται. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια αυτοσυνειδησία και ο άνθρωπος καταφέρνει να βρίσκεται σε επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο γύρω του. Όλη όμως αυτή η διαδικασία της συγκρότησης μιας αυτοσυνειδησίας, δεν είναι λειτούργημα του προσώπου, γιατί το πρόσωπο από μόνο του δεν μπορεί να επικοινωνήσει, παρά μόνο μέσω της φύσεώς του. Η σχέση με κάθε περιβάλλον οικογενειακό ή φιλικό , δεν αφήνει έξω την όλη πραγματικότητα της φύσεως, όπως πιστεύουν αυτοί οι στοχαστές. Απλώς στην εποχή της πτώσης που ζούμε κάθε ατομική αυτοσυνειδησία ιδιοποιείται τις κοινές ενέργειες της φύσεώς της, και χωρίζεται από τους άλλους μετόχους της ίδιας φύσης. Νομίζει έτσι η κάθε ατομική αυτοσυνειδησία ότι είναι εντελώς ανόμοια από τους άλλους συναθρώπους της μόνο επειδή σκέφτεται διαφορετικά, έχει μια διαφορετική θέληση και μια ιδιότυπη “ελευθερία». Επομένως προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της βασιζόμενη σε διαφορές σκέψεων θελήσεων ελευθεριών. Δεν μπορεί να φανταστεί αυτή η αυτοσυνειδησία τι στην πραγματικότητα είναι, δηλαδή ότι ανήκει σε κοινή ανθρωπίνη φύση και δημιουργεί πλαστή εικόνα του εαυτού της από αυτές τις μεταβλητές εικόνες, που βασιζόμενες σε προϊόντα της φαντασίας εκφράζουν επιδερμικές διαφορές. Κάθε άτομο σχηματίζει μια αναγκαία αυταπάτη για τον εαυτό του και για τους γύρω του. Από την άλλη πλευρά και οι γύρω του σχηματίζουν διαφορετικού είδους αυταπάτες, που δεν είναι παντοτε ταυτόσημες με αυτές που έχει σχηματίσει ο ίδιος. Βασισμένες σε τέτοιου είδους σχέσεις οι επιδερμικές διαφορές μεταβάλλονται διαρκώς πασχίζοντας παραταύτα να επιτύχουν ένα είδος ταύτησης ή ταυτότητος της ατομικότητος χωρίς ποτέ να καταφέρουν να το επιτύχουν πλήρως αυτό, με αποτέλεσμα να υποφέρουν όλες οι ατομικότητες από μεγάλη ποικιλία ψυχολογικών προβλημάτων. Για παράδειγμα ο Γιώργος σχημάτισε ορισμένες εικόνες για τον εαυτό του από τη βρεφική ηλικία, από την σχέση που είχε με το άμεσο οικογενειακό περβάλλον, το σχολείο, την εκπαίδευση, την κουλτούρα της χώρας που ζει,   την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το διαδύκτιο. Το σύνολο των στοιχείων αυτής της εικόνας αυτοσυνειδησίας δεν είναι πραγματική, αλλά φαντασιώδης και μεταβάλλεται καθημερινά, γιατί οι σχέσεις των στοιχείων που την αποτελούν μεταβάλλονται. Πρόκειται για   φαντασιακή γιατί ο Γιώργος δεν έζησε στην κλασσική εποχή για να έχει πραγματική εμπειρία της, ούτε βέβαια ζει στην Αφρική για να καταλάβει την πείνα ή τις αρρώστειες που την μαστίζουν. Τα διάβασε, τα είδε μα δεν έχει μια άμεση εμπειρία. Και ποιός μπορεί να εγγυηθεί ότι όλα αυτά ανήκουν σε μια πραγματικότητα, και δεν είναι πληροφορίες που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό και αύριο θα μεταβληθούν; Στην σημερινή εποχή μάλιστα το διαδύκτιο μεταβάλλει γρήγορα την κάθε φαντασιακή εικόνα και αυτό το γεγονός διαφοροποιεί την σημερινή εποχή από τις προηγούμενες. Όταν βλέπουμε μια είδηση στο διαδύκτιο, αναγράφεται πάντα ώρα και στιγμή. Μετά από πέντε λεπτά οι λεπτομέριες της ειδήσεως μεταβάλλονται, μεταβάλλοντας μαζί τους και την ετερότητα του Γιώργου η οποία βασίζεται σε αυτό τον κονιορτό φαντασιώσεων που θα διαλυθεί και θα φύγει. Έτσι ο Γιώργος με με αυτή την αγναγκαία αυταπάτη, που τον συνοδεύει ως αυτοσυνειδησία του,   σχηματίζει σχέσεις με την οικογένειά του το τόπο του την Ευρώπη τους διαφορετικούς πολιτισμούς και τους ανθρώπους που έχουν μια άλλη αυτοσυνειδησία και ετερότητα εξίσου φαντασιακές. Φεύγει μια μέρα στην δύση και γνωρίζει άλλους ανθρώπους άλλο τρόπο σκέπτεσθαι άλλον πολιτισμό. Μεταβάλλει πολλές από τις φαντασιακές του εικόνες. Ξαφνικά γνωρίζει την Άννα,   την ερωτεύεται και δημιουργεί μαι φαντασιακή σχέση μαζί της. Αυτή η σχέση εξαρτάται από την εικόνα έχει σχηματίσει γι᾽αυτήν. Αλλά και η Άννα έχει δημιουργήσει μια άλλη αυταπάτη για τον Γιώργο και τον εαυτό της. Όλες αυτές οι φαντασιακές εικόνες θα μεταβληθούν και στον Γιώργο και στην γυναίκα του αν ζήσουν παντρεμένοι για 30 χρόνια. Θα μεταβληθούν, αλλά δεν θα μπορέσουν ποτέ να ταυτηστούν γιατί είναι αναγκαίες αυταπάτες που χωρίς αυτές δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί η σχέση. Φανταστείτε τον Γιώργο να ανακαλύπτει κάποια στιγμή κοιτάζοντας στον εαυτό του στον καθρέπτη ότι δεν είναι αυτός που η γυναίκα του (ή το άμεσό του περιβάλλον) φανταζόταν για τον ίδιο ότι , αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Αν προσπαθούσε   εκφράσει αυτό το κάτι στους άλλους τότε θα δημιουργούσε στον εαυτό του μεγάλα προβλήματα που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν όχι μόνο στην αποκοπή του από άμεσο περιβάλλον του, αλλά και σε ψυχιατρική κλινική.

Κάθε ατομική αυτοσυνειδησία έχει ανάγκη να κάνει σύγκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας επειδή κανένας δεν γνωρίζει το πραγματικό του είναι. Επειδή η κάθε ατομική αυτοσυνειδησία στηρίζεται σε φαντασιώδεις εικόνες που μεταβάλλονται και όχι στην πραγματικότητα, καμία απολύτως σχέση δεν είναι δυνατόν ποτέ να ορίσει το πρόσωπο. Δεν υπάρχει κανένα εγώ και κανένα εσυ που διαλέγονται και αγαπούν το ένα το άλλο γιατί και το εγώ και το εσύ είναι εντελώς φαντασιακές συλλήψεις, δηλαδή αναγκαίες αυταπάτες– στην πτωτική κατάσταση που ζούμε- που μεταβάλλονται, πολλές φορές χωρίς έλεος. Φανταστείτε για παράδειγμα τον Γιώργο να ανακαλύπτει ότι δεν είναι έλληνας, μα Τούρκος. Η εικόνα που είχει σχηματίσει για τον εαυτό του χάνεται και βρίσκεται ο ίδιος σε μεγάλη κρίση προς με τον άμεσο περιβάλλον του και φυσικά προς την Άννα. Όταν πριν από χρόνια ζούσε στην Ελλάδα και δεν χρησιμοποιούσε το διαδύκτιο, γιατί τότε δεν υπήρχε, νόμιζε ότι οικογένεια είναι η σχέση μιας γυναίκας μ᾽έναν άντρα με άμεση συνέπεια την γέννηση παιδιών. Τώρα στην Ευρώπη και στο διαδίκτυο αυτή η εικόνα έχει μεταβληθεί. Βλέπει ότι η οικογένεια αποτελείται από τέσσερα άτομα, δύο φυσικούς γονείς που είναι χωρισμένοι, συνοδευόμενοι ο καθένας από άλλη γυναίκα ή αντρα. Ή παρατηρεί ότι υπάρχουν γονείς του ιδίου φύλου, δύο γυναίκες ή δύο άντρες που έχουν υιοθετήσει παιδιά. Αυτό μπορεί να έχει άμεση επιρροή και στην σχέση του Γιώργου με την Άννα που θα μπορούσε να τους οδηγήσει και σε διαζύγιο, γιατί πλέον η εικόνα που είχαν για την οικογένεια έχει ριζικά μεταβληθεί.

Πώς είναι δυνατόν μια ατομικότητα, που στηρίζεται σε τόσο εύθραστη αυτοσυνειδησία και ετερότητα, να αποτελεί τον ορισμό του επιμέρους ανθρώπου αφού στηρίζεται σε σχήματα του παρόντος αιώνος που διαρκώς μεταβάλλονται; Πώς είναι δυνατόν αυτή η ακατάπαυστη μεταβολή των ατόμων να υπερισχύει πάνω της δήθεν αναγκαιότητας της φύσεως; Ή πώς είναι δυνατόν και ο ίδιος ο Θεός να είναι μια αναγκαία αυταπάτη αν επιμένουμε να τον φανταζόμαστε σαν τρεις ατομικές αυτοσυνειδησίες; Δεν είναι δυνατόν ποτέ να καθορίζουν τρεις ατομικές αυτοσυνειδίες την πραγματικότητα ενός τρισυποστάτου Θεού αληθινού και μοναδικού.

Σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο καλό θα ήταν να προσθέσουμε και μία παρατήρηση από την βιολογική επιστήμη. Ο άνθρωπος δεν καθορίζεται μόνο από ευμετάβλητες σχέσεις ούτε από ψυχολογία του βάθους που στηρίζεται σε μεταβλητές εικόνες. Γιατί έχει και ένα βιολογικό υπόστρωμα. Το γνωστό DNA.

Παρατηρούμε ότι ο γενετικός κώδικας του ανθρώπου είναι κατά 98 % ο ίδιος σε όλους. Αυτό βέβαια επιβεβαιώνει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από ένα αρχέτυπο. Πώς είναι δυνατό μόνο οι κατά 2 % διαφορές να εξηγήσουν όλες τις διαφοροποιήσεις των ανθρώπων; Από τις επιγενετικές μελέτες ξέρουμε ότι μια πληροφορία γραμμένη στον γεννετικό κώδικα του ανθρώπου, μπορεί να εκφραστεί όπως μπορεί και να μην το κάνει. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί υπάρχουν ορισμένες πρωτεΐνες που ονομάζονται καταστολείς και απαγορεύουν στην πληροφορία να εκφραστεί. Και υπάρχουν άλλες πρωτεΐνες που λειτουργούν σαν καταστολείς των καταστολέων. Δηλαδή απαγορεύουν σ᾽έναν καταστολέα να δράσει και τότε μια πληροφορία που δεν θα έπρεπε να εκφραστεί, εκφράζεται. Το σημαντικό είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία μπορεί να επιρρεαστεί από το περιβάλλον, δηλαδή το περιβάλλον μπορεί να απαγορεύσει σ᾽έναν καταστολέα να δράσει και αυτό κληρονομείται, χωρίς βέβαια να έχουμε μια μετάλλαξη, δηλαδή αλλαγή γενετικού κώδικα του ανθρώπου. Η σχέση με το περιβάλλον όχι μόνο μπορεί να δημιουργήσει μεταλλάξεις, δηλαδή αλλαγές στον γενετικό κώδικα, αλλά μπορεί να επιφέρει αλλαγές με επιγενετικό τρόπο χωρίς ν᾽αλλάξει ο γεννετικός κώδικας. Οι επιγενετικές αλλαγές και οι μεταλλάξεις είναι ικανές να μεταβάλλουν το είδος ή την ποιότητα των φαντασιακών εικόνων του ανθρώπου. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που εξ᾽αιτίας μιας πληροφορίας του DNA του γίνεται τυφλός ή δεν ακούει, ή αναπτύσει έναν καρκίνο. Οι αναγκαίες αυταπάτες σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μεταβάλλονται. Επομένως η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου εξαρτάται και από τους γενετικούς μηχανισμούς, που επενεργούν στον πτωτικό άνθρωπο. Γι᾽αυτόν ακριβώς τον λόγο η διαφορές του Γιώργου από τον Γιάννη και την Άννα την γυναίκα του δεν μπορεί να ορίσει το πρόσωπο, επειδή ακριβώς είναι συμβεβηκότα, σκιές, και δεν μπορουμε ποτέ να κάνουμε οντολογία των σκιών και να ορίσουμε τον άνθρωπο σαν σκιά, δηλαδή σαν αυτοσυνειδησία ετερότητας. Και η σκιά που κάποτε θα αφανιστεί δεν μπορεί να προηγείται από την δήθεν καταδυναστευόμενη από αναγκαιότητα φύση.

Είναι όμως αλήθεια ότι, αυτό που διατύπωσαν με πομπώδη τρόπο, οι μοντέρνοι στοχαστές (Ζηζιούλιας Γιανναράς και άλλοι), δεν είναι σημερινό αλλά το είχαν σκεφτεί και διατυπώσει και αιρετικοί στον παρελθόν. Οι αρειανοί για παράδειγμα, πίστευαν, ερμηνεύοντας όπως νόμιζαν τον Αριστοτέλη, ότι: πᾶν φυσικόν πάντως καί ἡναγκασμένον, ότι δηλαδή η φύση είναι αναγκαστική, σε υποχρεώνει να είσαι αυτό που είσαι και η φύση κινείται πάντοτε με αυτόν τον τρόπο. Και γιατί λοιπόν εκμεταλλεόντουσαν έτσι τον Αριστοτέλη; Επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι ο μόνος άκτιστος είναι ο Πατέρας και ότι ο Υιός και το Πνεύμα είναι δημιουργήματα του Θεού, δηλαδή προϊόντα της Θείας θελήσεως, όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Ο Πατέρας, σύμφωνα με αυτούς, ήθελε να γεννήσει τον Υιόν και τον γέννησε με την θέλησή Του. Επομένως ο Υιός ως προϊόν είναι ένα κτίσμα και δεν έχει άκτιστη φύση. Γιατί η θέληση, όπως είδαμε, είναι μία άκτιστη ενέργεια του ακτίστου Πατρός και παράγει κτίσματα. Οι ορθόδοξοι όμως έλεγαν ότι ο Υιός δεν είναι προϊόν της θελήσεως, αλλά της φύσεως του Πατρός. Δηλαδή ο Πατήρ τον γεννάει κατά φύσιν (φυσικά) και όχι από την θέλησή Του. Από την μοναδική κοινή θέληση του Πατρός και των άλλων δύο προσώπων, πηγάζει ο ορατός και αόρατος κόσμος. Άλλο λοιπόν για τους ορθοδόξους σήμαινε το ρήμα γεννώ και άλλο το ποιώ. Το γεννώ είναι υποστατικό ιδίωμα ακοινώνητο του Πατρός, το ποιώ όμως είναι ενέργεια και ανήκει και στα τρία πρόσωπα γιατί ανήκει στα κοινά, που έχουν στον ίδιο βαθμό και τα τρία πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος.

Οι Αρειανοί όμως όταν άκουσαν από τους ορθοδόξους να λένε ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιόν κατα φύσιν (φυσικά) και Αυτός δεν είναι αποτέλεσμα της θελήσεως του Πατρός, ταραχτήκανε και σκεφτήκανε ως εξής. Αφού λοιπόν δεν είναι προϊόν της θελήσεως ο Υιός, ο Πατέρας είναι αναγκασμένος από την φύση Του να Τον γεννά. Επομένως το κατα φύσιν γι αυτούς ήτανε συνώνυμο με το κατ’ ανάγκην. Δηλαδή πᾶν φυσικόν πάντως καί ἠναγκασμένον. Νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο σκέψης θα στριμώξουν τους ορθοδόξους, έκαναν μια δύσκολη ερώτηση: πώς ο Πατήρ γεννά τον Υιόν; ἀραγε επειδή Τον θελει; Ή μήπως Τον γεννάει φυσικά; Αν απαντούσε κάποιος επειδή Τον θέλει θα του λέγανε: άρα ο Υιός είναι προϊόν της θελήσεως, δηλαδή κτίσμα, τον έκτισε ο Πατήρ πριν από όλους τους αιώνες και βέβαια υπήρχε χρόνος που υπήρχε ο Πατήρ άνευ του Υιού (ἧν ποτέ ὃτε οὐκ ἧν). Αν απαντούσε κάποιος ότι Τον γεννά φυσικά, γιατί δεν υπήρχε ποτέ καιρός που υπήρχε ο Πατήρ ανευ του Υιού (οὒκ ἧν ποτέ ὃτε οὒκ ἧν), τότε θα του έλεγαν. Άρα είναι αναγκασμένος να Τον γεννά χωρίς να Τον θέλει, απλώς η φύση Του Τον αναγκάζει να Τον γεννήσει. Σ’αυτήν την δύσκολη ερώτηση πρώτος απαντησε ο μέγας Αθανάσιος, με πολύ ωραίο τρόπο και αυτήν την απάντηση την συναντάμε σ᾽ όλους βέβαια τους Πατέρες: επειδή αυτός είναι φυσικός Υιός και όχι κατά θέληση, μήπως νομίζετε ότι είναι Υιός αθέλητος από τον Πατέρα και, είναι Υιός μη θέλοντος του Πατρός; όχι βέβαια! Αντιθέτως είναι Υιός επιθυμητός και αποδεκτός από τον Πατέρα και, όπως αυτός λέγει, ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και όλα τα δείχνει σ’ αυτόν . Και όπως ο Πατήρ δεν άρχισε να είναι καλός από θέληση και είναι καλός όχι ενάντια στην θέληση και πρόθεση Του, έτσι και ο Υιός δεν άρχισε να υπάρχει από θέληση, δεν υπάρχει όμως παρά τη θέληση, ούτε ενάντια στην πρόθεσή Του. Τον θέλει και τον αγαπά ο Πατήρ τον Υιόν και το θέλειν του Θεού, κάποιος αν σκέφτεται με ευσέβεια, δεν πρέπει να το εννοήσει χωρίς βούληση. Και βέβαια ο Υιός αγαπήθηκε και θελήθηκε με την ίδια θέληση από τον Πατέρα που και αυτός ο ίδιος αγαπά και θέλει και τιμά τον Πατέρα, και μία είναι η θέληση του Πατρός και του Υιού. Έτσι λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε τον Πατέρα εν τω Υιω. Κανένας λοιπόν δεν πρέπει να νομίζει ότι η θέληση στον Θεό προηγείται από την φύση, σύμφωνα με τον Ουαλεντίνον. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ Πατρός και Υιού δηλαδή κάτι σαν θέληση. Γιατί βέβαια θα ήταν τρελλός αυτός που εισάγει μεταξύ Πατρός και Υιού θέληση και σκέψη. (κατα Αρειανών ΙΙΙ,LXVI)

Δηλαδή ο Μέγας αυτός Πατήρ μας λέει ότι η φύση δεν είναι αναγκαιότητα και εξηγεί το γιατί. Κατά τον Μεγα Αθανασιο, ο αυθορμητισμός της φύσεως δεν ελέγχεται ούτε καθορίζεται από τη θέληση, αλλά υπέρκειται της θελήσεως. Έτσι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα είναι αγαθοί, όχι γιατί το διάλεξαν και το θέλησαν αλλά επειδή αυθορμήτως και ανάρχως η φύση τους εκδηλώθηκε έτσι, γι᾽αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει ανάγκαιὀτητα ούτε στον Θεό, ούτε στον άνθρωπο. Και βέβαια δεν υπάρχει καμμιά ενδιάμεση θέληση, ακριβώς γιατί η φύση είναι αυθόρμητη, μα ο αυθορμητισμός αυτός της φύσεως, δεν είναι ούτε κατά της θελήσεως, ούτε και ακούσιος. Τηρώντας τις αναλογίες ας πάρουμε ένα παράδειγμα για να το καταλάβουμε καλύτερα. Αν κάποιος συζητά μ᾽ έναν συνάθρωπό του, εντελώς αυθόρμητα ακουμπά το χέρι στον ώμο του, εντελώς αυθόρμητα του σφίγγει το χέρι. Δεν το σκέφτηκε από πριν να το κάνει, δεν το αποφάσισε, μα εντελώς αυθόρμητα τον ακούμπησε. Και ο άλλος εντελώς αυθόρμητα απάντησε σ᾽ αυτή την κίνηση με το ίδιο τρόπο. Βέβαια αυτή η πράξη δεν είναι κατά της θελήσεως, ούτε και ακούσια. Γιατί η φύση και η ανθρωπίνη και η θεία δεν είναι μόνο ακούσια και αυτεξούσια, μα και αυθόρμητη.

Συνεχίζοντας ο μέγας αυτός Πατήρ, τονίζει, με ιδιαίτερο τρόπο, ότι κοινή και μία είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού. Επειδή λοιπόν είναι μία η θέληση και η αγάπη, με την ίδια θέληση και αγάπη που ο Πατέρας αγαπά και θέλει τον Υιόν με την ίδια θέληση και ο Πατήρ αγαπιέται και θέλεται από τον Υιόν. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι στην Παναγία Τριάδα δεν υπάρχει ο ερών και ο ερώμενος, δηλαδή αυτός που αγαπάει και αυτός που αγαπιέται. Αλλά, επειδή η αγάπη είναι κοινή και μοναδική, με την ίδια αγάπη που ο Πατήρ αγαπάει τον Υιόν και το Πνεύμα με την ίδια αγάπη αγαπιέται και από τους δύο. Δεν υπάρχει λοιπόν αμοιβαιότητα στην Παναγία Τριάδα γι᾽αυτό είναι ένας ο Θεός με τρία πρόσωπα που τα πάντα τα έχουν κοινά, εκτός από τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα. Δηλαδή η φύση είναι αυθόρμητη, αυτεξούσια (με ελευθέρα θέληση) και εκούσια.

Αργότερα άλλοι πατέρες της εκκλησίας θα επαναλάβουν αυτήν την απάντηση του μεγάλου Αθανασίου και θα καταλήξουν ότι: όχι μόνο η θεία και άκτιστη φύση είναι απαλλαγμένη από αναγκασμό, αλλά και η νοερά και κτιστή. Και αυτό είναι φανερό. Γιατί αφού ο Θεός είναι κατά φύση αγαθός κατά φύση δημιουργός και κατά φύση Θεός, όλα αυτά δεν υπόκεινται στην ανάγκη. Άλλωστε ποιός θα μπορούσε να εισαγάγει στον Θεό αυτή την ανάγκη;[8]και ο Μάξιμος ο ομολογητής λέει: αν το φυσικό ήταν αναγκασμένο τότε και ο Θεός που φυσικά είναι Θεός ,φυσικά αγαθός και φυσικά δημιουργός, θα ήταν αναγκασμένος να είναι Θεός και αγαθός και δημιουργός. Επομένως αν κάποιος απλώς διανοηθεί να πει ποτέ κάτι τέτοιο αυτό συνιστά εσχάτη βλασθημία, γιατί ποιός θα μπορούσε να εισαγάγει στον Θεό αυτήν την ανάγκη;… βέβαια ο μακάριος Κύριλλος, στο τρίτο κεφάλαιο προς τις μέμψεις του Θεοδωρήτου, μας απάλλαξε από περιττά πράγματα διασαφηνίζοντας με μεγάλη ακρίβεια ότι κανένα φυσικό δεν είναι ακούσιο στην νοερή φύση. Και όποιος θέλει να μάθει περί τούτου ας πάρει να διαβάσει αυτό το κεφάλαιο.

Δηλαδή όχι μόνο η θεία φύση δεν έχει τίποτε το αναγκαστικό, μα ούτε και η δική μας που είναι κτιστή, γιατί κατά πρώτον η ανθρωπίνη φύση είναι αυθόρμητη. Επομένως δεν χρειάζεται προγενέστερη σκέψη και απόφαση για να είναι αυτό που ο Θεός την έκανε. Με άλλα λόγια δεν χρειάζεται μια προγενέστερη θέληση, για να είναι κανείς άνθρωπος, απλώς η φύση τον κάνει να είναι έτσι. Κατά Δεύτερον η φύση είναι μια δωρεά του Θεού στον άνθρωπο, μια δωρεά που πηγάζει από την αμέτρητη αγάπη του Θεού και μια δωρεά αγάπης ποτέ δεν μπορεί να υπόκειται σε καμμία αναγκαιότητα, άρα είναι αυθόρμητη, αυτεξούσια και εκούσια. Αυτή η δωρεά αγάπης χαρίζει στον άνθρωπο την ύπαρξη και τον κάνει να είναι αυτό που είναι, δηλαδή ένα ελεύθερο προϊόν αγάπης, χωρίς εξαναγκασμούς και αναγκαιότητες.

Αυτά μας λέει ο Περγάμου, αλλά βέβαια πώς συνδυάζονται όλα αυτά με την εκκλησιολογία και ιδιαίτερα την εκκλησιολογία του πρωτείου; Αν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι ο Θεός ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα της φύσεως τότε έχουμε τρία πρόσωπα στην Αγία Τριάδα που κοινωνούν μεταξύ τους. Τώρα πως κοινωνούν τα πρόσωπα χωρίς να γίνοσται ένα, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση που πιστεύουμε ότι ο άγιος Περγάμου θα μπορούσε να εξηγήσει!!! Αυτά τα τρία πρόσωπα με διαφορετικές ελευθερίες, αυτές οι τρεις διακρίσεις που προηγούνται των ενώσεων, θα πρέπει να έχουν και έναν πρώτο. Και ο Πρώτος είναι ο Πατήρ. Έτσι ο άγιος Περγάμου εξηγεί την μοναρχία του Πατρός!!! Με το να υπάρχει μόνο ο πρώτος. Άνευ πρώτου δεν δεν μπορέσει να επιτευχθεί η ενότης επειδή δεν υπάρχει το ομοούσιον της κοινής φύσεως για να διαφυλάξει την ενότητα. Τώρα και μεταξύ διαφόρων επισκόπων για να επιτευχθεί η κοινωνία θα πρέπει αναγκαστικά να υπάρξει ο πρώτος και η κοινωνία μαζί του σε οδηγεί σε προσωπική κοινωνία προσώπων και όχι ατόμων με ατομικά συμφέροντα. Ο Πρώτος γίνεται σημαντικός γιατί και στην Αγία Τριάδα το ίδιο ισχύει. Με άλλα λόγια δεν αρκεί η κοινή πίστη η εν Χριστώ ζωή δηλαδή η κατά φύσιν ζωή για να ενώσει, μα χρειάζεται ο πρώτος. Κατ᾽ακολουθία ομολογεί ότι η ορθόδοξος εκκλησία έχει ανάγκη του πρωτείου αν θέλει να είναι καθολική εκκλησία. Και είναι αυτή η θεωρεία του πρωτείου που εφαρμόζεται από το Πατριαρχείο της Κωσταντινουπόλεως πρώτα στην Πανορθόδοξη σύνοδο και δεύτερο στην οικουμενιστική θεολογία των κλαδων:

Οργανώνεται μία Πανορθόδοξος σύνοδος, χωρίς να υπάρχει ένα δογματικό θέμα. Το δόγμα παραμερίζεται γιατί όπως είπαμε είναι μια αναγκαιότητα που θα πρέπει να αντικατασταθεί από τις προσωπικές σχέσεις. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει αφού δεν έχει προκυψει δογματικό θέμα δεν θα έπρεπε να γίνει η πανορθόδοξη για να δώσει η εκκλησία μία απάντηση στον μοντέρνο άνθρωπο; Ναι θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει αλλά θα έπρεπε να επικυρώσει τις προηγούμενες συνόδους, όπως τις πανορθόδοξες συνόδους της εποχής του Παλαμά για παράδειγμα που προσδιορίζουν το ορθόδοξο δόγμα και βέβαια μπορούν να δώσουν απάντηση στον σύγχρονο άνθρωπο. Η διάκριση μεταξύ αμέθεκτης ουσίας και μεθεκτών θείων Ακτίστων ενεργειών δίνει στον μοντέρνο άνθρωπο μια απάντηση για το πώς μπορούμε να δούμε και να μετέχουμε του Θεού. Κατά συνέπεια είναι δυνατόν ο άνθρωπος όχι να δει απλώς τον Θεό αλλά και να ενωθεί ολοκληρωτικά μαζί Του. Ακριβώς επειδή το σώμα δεν είναι κακό, ούτε δεσμωτήριον της ψυχής, ο άνθρωμος μπορεί να δει την Άκτιστο δόξα και Βασιλεία του Θεού, με μάτια που ανοίγονται από το Άγιο Πνεύμα. Δεν υπάρχει, στον χριστιανισμό, κανένας δυαλισμός μεταξύ πνεύματος και ύλης, που θα μας επιτρέψει να πούμε ότι το αόρατο πνεύμα είναι, καλό και συγγενικό με τον Θεό, επομένως όταν θα απελευθερωθεί από το ορατό, κακό και μη συγγενικό σώμα θα μπορέσει να δει τον Θεό. Ο ορατός και αόρατος κόσμος αποτελούν το κτιστό σύμπαν, που διαφέρει απόλυτα από την άκτιστη πραγματικότητα. Δηλαδή ο κτιστός κόσμος μολονότι βρίσκεται σε κοινωνία με τον άκτιστο παραμένει κτιστός και ο άκτιστος κόσμος μολονότι βρίσκεται σε κοινωνία με τον κτιστό παραμένει άκτιστος. Η Παλαιά και η Καινή διαθήκη είναι γεμάτη από τέτοιες μετοχές του κτιστού κόσμου στον άκτιστο κόσμο κι᾽αυτό είναι που διαφοροποιεί τον χριστιανισμό από όλες τις θρησκείες και τον κάνει πραγματικά ζωή, την όντως ζωή, που είναι η κοινωνία του κτιστού με το άκτιστο , δηλαδή μετοχή του κτιστού στο Άκτιστο. Ο χριστιανισμός δεν υπάρχει για να ικανοποιεί τις μεταφυσικές αγωνίες του ανθρώπου. Δεν είναι μόνο για το μέλλον, αλλά και για το παρόν. Για την όντως ζωή που αρχίζει από αυτήν εδώ τη ζωή. Και σ᾽ αυτή τη ζωή ο κτιστός άνθρωπος μπορεί να κοινωνεί και να βλέπει τον άκτιστο Θεό. [9]

Είναι λοιπόν αλήθεια, ότι ο Θεός δεν είναι για τον χριστιανισμό μια απρόσωπη ουσία, μα ο Θεός είναι ο Πατήρ, που γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, είναι δηλαδή Θεός με τρία πρόσωπα. Κατά συνέπεια μπορούμε να δούμε εν Αγίω Πνεύματι τον Υιόν και όποιος βλέπει τον Υιόν βλέπει και τον Πατέρα. Αυτό όμως σημαίνει δύο πράγματα:

Πρώτον: δεν είναι ιδιότητα της ανθρωπίνης φύσεως να βλέπει τον Θεόν, είναι δωρεά του Θεού. Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φώς, λέει ο ψαλμός Επειδή ακριβώς δεν είναι ιδιότητα της κτιστής ανθρωπίνης φύσεως να βλέπει τον Θεόν, μόνον όταν τα μάτια του νού ανοιχτούν από το Άγιο Πνεύμα μπορούμε να έχουμε θεοπτία. Τα μάτια του νου όμως δεν ανοίγονται σε όλους, μα μόνο στους αξίους. Δηλαδή στους θεουμένους. Είναι αλήθεια ότι η εμπειρία της Εκκλησίας αντιλαμβάνεται το Άγιο Πνεύμα ως φώς. Όπως μας πληροφορεί ο μεγάλος φωστήρ και Πατήρ της εκκλησίας μας ο Θείος Γρηγόριος Παλαμάς στην ομιλία του δια την μεταμόρφωση, οι μαθητές είδαν την Άκτιστον Δόξα του Θεού, γιατί τους ετύλιξε το νέφος, που ήταν το Άγιο Πνεύμα, και τους έδωσε την δυνατότητα να δουν το Άκτιστο φώς, που ανάβλυζε από τον Χριστό. Χωρίς αυτό το νέφος, ή για να το πούμε καλύτερα αν δεν ήταν εν Αγίω Πνεύματι, δεν θα ήταν δυνατόν να δουν το Άκτιστο φώς, που είχε σαν πηγἠ τον Χριστό.

Δεὐτερον: Ο Θεός της χριστιανικής παράδοσης, είναι Τριαδικός, δηλαδή Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να δει ξεχωριστά τον Πατέρα, από τον Υιόν και το Πνεύμα. Ο Πατήρ δεν ενεργεί ξεχωριστά από τον Υιόν και το Πνεύμα. Αυτό σημαίνει ότι ο Πατήρ ενεργεί δια Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Επομένως δεν μπορούμε να δούμε τον Υιόν, αν δεν υπάρχει το φως που μας φωτίζει και που σημαίνει βλέπω τον Υιόν εν Αγίω Πνεύματι. Και βέβαια όποιος βλέπει τον Υιόν βλέπει και τον Πατέρα. Ο Υιός λοιπόν είναι το απαύγασμα της δόξης του Πατρός και χαρακτήρ της υπόστασεὠς Του, είναι δηλαδή η πραγματικότητα του Πατρός, γι᾽αυτό και στο ευαγγέλιο ακούμε από τον ίδιον Χριστό να λέει: ο ἐωρακώς ἐμέ ἐώρακε τόν Πατέρα. Δεν υπάρχει καμμία δυνατότητα να δούμε τον Πατέρα χωρισμένο από τον Υιόν και το Πνεύμα, όπως δηλαδή βλέπουμε τον Γιώργο, τον Γιάννη και τον Αντρέα, ξεχωριστά, δημιουργώντας προσωπικές σχέσεις, ανευ των Ακτίστων θείων Ενεργειών. Εν Αγίω Πνεύματι, βλεπουμε τον Υιόν και όποιος βλέπει τον Υιό βλέπει και τον Πατέρα.

Όλα αυτά τα εξήγησαν οι σύνοδοι της εποχής του Παλαμά και μας προσδιόρισαν το ορθόδοξο δόγμα διαφοροποιώντας το από τους καθολικούς και προτεστάντες. Αν δεν έχουμε αυτοσυνειδησία ορθόδοξη αν δηλαδή δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιο είναι το δογματικό περιεχόμενο της ορθοδόξου εκκλησίας, τότε πώς θα τολμήσουμε να μιλήσουμε για τους καθολικούς και τους διαμαρτυρόμενους. Τι θα τους πούμε; που απόκλιναν, που βρίσκονται μακριά από την ορθόδοξο πίστη, τι πρέπει να κάνουν για να έρθουν σε ένωση μαζί μας; Δεν προσδιορίζουμε όμως το δογματικό περιεχόμενο διότι το θεωρούμε προιόν εξαναγκασμού από το οποίο πρέπει να απελευθερωθούμε με τις προσωπικές σχέσεις. Και επειδή πιστεύουμε ότι το μόνο αληθινό είναι το πρόσωπο και όχι η φύση, όπως πιστεύουμε και ότι η εικόνα του θεού στον άνθρωπο είναι το πρόσωπο και όχι η φύση, το δόγμα γίνεται τυραννικό και αναγκαίο όπως νομίζει ο Ζηζιούλας ότι είναι η φύση για το πρόσωπο. Θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση. Αν το πρόσωπο είναι η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, τότε γιατί ο Χριστός δεν το προσέλαβε; Ο Χριστός προσέλαβε την εικόνα; Οι Πατέρες μας λένε ναι. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος «ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αθανατίση» Αν η εικόνα είναι το πρόσωπο τότε ο Χριστός θα έπρεπε να το είχε προσλάβει και βέβαια τότε ο Νεστόριος θα είχε δίκιο. Αλλά δεν είχε δίκιο ο Νεστόριος. Κατά συνέπεια η εικόνα δεν είναι το πρόσωπο και οι προσωπικές σχέσεις δεν μπορούν να δώσουν την λύση, μα μόνο η θεολογία των Πατέρων από την οποία αποκλίνουμε, για να μπορέσουμε να έχουμε προσωπικές σχέσεις με καθολικούς και διαμαρτυρόμενους και να φέρουμε την ένωση μέσω του πρωτείου. Να γιατί η επικύρωση των ησυχαστικών συνόδων είναι σημαντική γιατί μας προφυλάσσει από τέτοιες αποκλίσεις.

Στην Πανορθόδοξη σύνοδο αποκλείονται οι λαικοί και οι μοναχοί και συμμετέχουν μόνον επίσκοποι, όπως ακριβώς γίνεται στις συνόδους της παπικής εκκλησίας. Αλλά και οι επίσκοποι που συμμετέχουν δεν μπορούν όλοι να ψηφίσουν αλλά το δικαίωμα της ψήφου το έχουν μόνο οι πρώτοι. Δηλαδή μόνο ο πρώτος έχει την απόλυτη ιεροσύνη και όχι όλοι οι επίσκοποι, οι οποίοι υποβιβάζονται σε διακοσμητικά όργανα. Η θεολογία του πρώτου. Όπως ακριβώς πιστεύει και γράφει ο άγιος Περγάμου, αντιγράφοντας κατά γράμμα τον Ντελιμπάκ. Η πλήρης δικαίωση του πρωτείου που αύριο μπορεί να γίνει δόγμα.

Τώρα ας δούμε πως εφαρμόζεται το πρωτείο στην οικουμενική θεολογία των κλάδων Τρία πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, ένας ο πρώτος ο Πατήρ, χωρίς ομοουσιότητα μεταξύ των Τριών αφού η φύση συνιστά αναγκαιότητα. Τρεις εκκλησίες, καθολική, ορθόδοξη, προτεσταντική, αν θέλουν να κοινωνήσουν μεταξύ τους χρειάζονται έναν πρώτο που είναι ο πάπας της Ρώμης, ανευ κοινής πίστεως ή κατά χριστόν ζωή αφού και αυτά είναι “αναγκαιότητες» που θα πρέπει να ξεπεραστούν. Η πολυπόθητη ένωση επιτυγχάνεται επιτέλους μέσω του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης ο οποίος βέβαια κατέχει και το αλάθητο.

Τίποτε από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν υπήρχε η θεολογία των προσωπικών σχέσεων του Αγίου Περγάμου. Να γιατί για τους καθολικούς είναι ο πιο μεγάλος θεολόγος της ορθοδοξίας αυτός που μπορεί να επισκιάσει και τον Μάξιμο τον ομολογητή και τον Γρηγόριο Παλαμά

Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο μου με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά από τον αγειοριτικό τόμο η θεολογία του οποίου δεν κρίνεται άξια να δώσει μία απάντηση στον σύγχρονο άνθρωπο και καταργείται απο τις προσωπικές σχέσεις: “όποιος πιστεύει ότι η τέλεια ένωση με τον Θεό συντελείται μόνο δια της μιμήσεως και προσωπικής σχέσεως χωρίς την Θεοποιόν χάρη του Πνεύματος, όπως συμβαίνει σ᾽αυτούς που τρέφουν φιλικά αισθήματα και αγαπιώνται μεταξύ τους και ότι η Θεοποιός χάρη του Θεού είναι συνήθεια που την αποκτάει κανείς δια της μιμήσεως και όχι υπερφυσική και απόρρητος έλαμψη και θεία ενέργεια που βλέπεται αοράτως και νοείται απερινοήτως από τους άξιους, αυτός ας γνωρίζει ότι έπεσε χωρίς να το αντιληφθεί στην αίρεση των Μασσαλιανών”

[1] Οι χριστιανοί δεν θα είχαν ποτέ την ανάγκη να διατηρούν γραφτές πηγές. Αυτό έγινε βέβαια   μόνο μετέπειτα, γιατί δεν μπόρεσαν να φτάσουν την αληθινή κλήση τους. Μα και έτσι ακόμα, η Αποκάλυψη θα έπρεπε να γραφόταν στις καρδιές μας, εκεί δηλαδή που θα την εχάραζε το Άγιο Πνεύμα. Δεν θα έπρεπε να χρειαζόμαστε την Βίβλο, αλλά έγινε αναγκαστική η υπενθύμηση των Γραφών, γι᾽αυτούς που πέφτουν διαρκώς σε δογματικές ή ηθικές αιρέσεις. Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Υπόμνημα στο κατά Ματθαίο 1, 1

[2] Ζηζιούλας από το προσωπείο στο πρόσωπο

[3] Ζηζιούλας από το προσωπείο στο πρόσωπο

[4] (Γιανναράς αλφαβητάρι της πίστεως

[5] Ζηζιούλας από το προσωπείο στο πρόσωπο

[6]Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστί καί ἐκ τῶν τριῶν Πατρός Ὑιοῦ καί Πνεύματος αὓτη ἡ λαμπρότης ἡ δε φύσις τῶν τριῶν ἐστί αλλ’ οὒκ ἐκ τῶν τριῶν ἃπαγε τῆς δυσσεβείας».

[7] Χρήστος Γιανναράς: Το αλφαβητάρι της πίστης σείδα 52, 53

[8] Δαμασκηνός ¨Εκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως. Εκδόσεις Πουρνάρα Θεσσαλονίκη σελιδα 269

[9] Τώρα λοιπόν που έχει τελειώσει η θεία Ευχαριστία και δέχθηκες την κοινωνία, πήγαινε αμέσως στο δωμάτιό σου, κλείσε καλά τα παράθυρα και τις πόρτες, όπως έκαναν οι απόστολοι πριν από την πρώτη εμφάνιση του Χριστού και μπορώ να σου εγγυηθώ ότι, Εκείνος θα έρθει με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε σε αυτούς. Αν μείνεις πρώτα εσύ με κλειστές τις πόρτες, θα δώσεις στ᾽αλήθεια την ίδια ευλογία, που Εκείνος έδωσε στους αποστόλους και θα δεις ένα αληθινό θαύμα (το οποίο κανείς δεν θα μπορέσει να αναπαράγει και ούτε να περιγράψει, μόνο αυτοί που το γνώρισαν). Συμβαίνει δηλαδή το αντίθετο απ᾽αυτό που αισθανόμαστε όταν βρισκόμαστε σ᾽ένα σπίτι φωτισμένο από τον έξω χώρο, όταν τα παράθυρα είναι ανοιχτά. Η θέα από τις πληγές των χεριών και των ποδιών του Χριστού, είναι όπως τα παράθυρα που αναδίδουν ένα Φως που προέρχεται από το εσωτερικό του σωματικού Του ναού. Αυτό το φώς φωτίζει με άκτιστη λαμπρότητα όλους αυτούς που βρίσκονται σ᾽ εκείνο το μέρος, πριν από την έλευσή Του και οι οποίοι χαίρονται από την φανέρωσή Του. Όλοι βυθίζονται στο φώς που αναβλύζουν οι πληγές Του. Γρηγοριος Παλαμάς, ομιλία στην πρώτη Κυριακή μετά την ανάσταση.

2 pensieri su “Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ. Δημοσιευθεν στον Ορθόδοξο τύπο τον Απρίλιο του 2016 σε 4 συνέχειες

  1. Michael Christoforides, Cyprus

    Αγαπητέ κ. Καραλή διάβασα με πραγματική ευφροσύνη ψυχής το άρθρο σας αυτό, το οποίο ξεδιάλυνε πολλές από τις απορίες και ερωτήματα που είχα. Δεν κρύβω ότι διάβασα στο παρελθόν τις απόψεις κυρίως του κ. Γιανναρά και ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ειδικά αυτές που μιλούν για την αναγκαιότητα της φύσεως του Θεού. Ένιωθα ότι εισήγε μια διχοστασία εντός του Θεού, σαν να ήθελε τον Θεό-Πατέρα να απελευθερωθεί από μια φύση για να είναι “ελεύθερος” να γεννήσει τον Υιόν ή να εκπορεύσει το Άγιο Πνεύμα. Όμως έχω δύο απορίες που τις είχα και από παλιά , αλλά το κείμενο σας όπως και τα αντίστοιχα του Αγ. Αθανασίου δεν την απαντούν. (Δεν εννοώ ότι αποτυγχάνουν να την απαντήσουν, αλλά απλώς δεν την αναδεικνύουν):
    Αν ο Θεός Πατέρας εκ φύσεως γεννά τον Υιόν και η φύση της Θεότητας είναι μία και η αδιαίρετος, τότε θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι αφού και ο Υιός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα, θα μπορούσε και ο Υιός να γίνει Πατέρας, δηλαδή να γεννήσει (αφού το να γεννά είναι εκ της φύσεως του Πατρός στην οποία μετέχει και ο Υιός) Το αυτό θα μπορούσα να σκεφτώ και για την εκπόρευση του Αγ, Πνεύματος. Συγχωρέστε μου μια σκέψη, αλλά μια απάντηση (που δεν μου φαίνεται και πολύ ικανοποιητική, δεν ξέρω αν είναι και αιρετική) θα ήταν ότι εν δυνάμει θα μπορούσε και ο Υιός να γεννήσει, αλλά ο Υιός ως υπόσταση δεν θέλει να οικειοποιηθεί το υποστατικό ιδίωμα του Πατρός, ακριβώς διότι η υπόσταση του κάθε Προσώπου είναι σε πλήρη αρμονία με την Θεία Φύση και δεν υπάρχει γνωμική βούληση του Υιού να γίνει πατέρας ενός αλλού Υιού.
    Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια πατερική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Θα εκτιμούσα πολύ μια δική σας γνώμη.
    Η δεύτερη απορία που προέρχεται από το άρθρο σας είναι από τη φράση “η φύση είναι αυθόρμητη, αυτεξούσια (με ελευθέρα θέληση) και εκούσια”. Δε θα μιλήσω για την θεϊκή φύση, όπου θεωρώ ότι πρέπει να είμαστε λίγο προσεχτικοί διότι ειδικά για την Θεία φύση οι Πατέρες μας λένε ότι είναι αμέθεκτος και απερινόητος και άρα μερικές σκέψεις για αυτή, τις θεωρώ ανθρώπινες νοητικές ακροβασίες
    Ας μιλήσουμε για την ανθρώπινη φύση: Κάτι που είναι φυσικό το καταλαβαίνω να είναι αυθόρμητο . Ποιό νόημα έχει όμως το “αυτεξούσιο και εκούσιο”; Η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτό που εσείς εννοείτε, είναι ότι κάτι το φυσικό μπορεί να είναι εκούσιο και αυτεξούσιο απο την στιγμή που το αποδέχομαι και επιθυμώ να το αφήσω να λειτουργεί ως τέτοιο. Θα μπορούσα κάλλιστα να το σταματήσω ή και να το πολεμήσω. Με αυτό το νόημα , το καταλαβαίνω. Αλλά δεν έχω το αυτεξούσιο να διαλέξω την εμφάνιση ή όχι ενός φυσικού ιδιώματος. π.χ Αν θεωρήσω ότι η ερωτική διάθεση είναι κάτι το φυσικό , δεν σημαίνει ότι είναι και εκούσιο με την έννοια ότι θέλω να υπάρχει, ή ότι την πραγματοποιώ επειδή θέλω. Απλώς έχω την επιλογή, ενώ αυτή υπάρχει ανεξάρτητα της θελήσεως μου, να την αποδεχτώ και να την αναπτύξω ή να την αρνηθώ , να την πολεμήσω ή ακόμα και να την νεκρώσω.
    Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να πεί κάτι τέτοιο (ή αν είναι αιρετικό) και στο επίπεδο του Θεού: Ότι εν δυνάμει θα μπορούσε ώς υπόσταση κάποιο Πρόσωπο να αρνηθεί αυτό που είναι κατά φύση. Ξέρουμε ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει η δυνατότητα, αλλά την αρνείται αυτή την δυνατότητα το κάθε θεϊκό Πρόσωπο. Με πιο απλά λόγια όπως μου το έθεσε ένας φίλος, Θα μπορούσε ο Θεός κάποια στιγμή να πάψει να είναι αγαθός; Του είπα ναι , αλλά δεν θέλει. Όμως δεν ξέρω αν είναι σωστό αυτό που είπα. Αν έχετε κάποιο σχόλιο , βοηθήστε με.

    "Mi piace"

    1. Αγαπητέ τώρα ανακαλύπτω αυτές τις ερωτήσεις.
      Όταν οι Πατέρες απαντούσαν ότι γεννά κατά φύσιν ο Πατήρ ήθελαν απλώς να τονίσουν ότι ο Υιός είναι φυσικός Υιός του Πατρός και όχι κτίσμα. Ο Πατέρας μου και η μητέραμου με γεννούν κατά φύσιν κι᾽εγώ επειδή γεννιέμαι από τον Πατέρα είμαι άνθρωπος και δια θέτω την ανθρώπινη φύση είμαι δηλαδή φυσικός Υιός και όχι άγλαμα ή κομπιυτερ που κι᾽αυτό είναι δημιούγημα του ανθρώπου αλλά δεν είναι φυσικός Υιός. Επομένως γεννά κατά φύσιν σημαίνει τον γεννά φυσικά είναι φυσικός Υιός. Αλλά ο Πατήρ γεννά. Η γέννησις είναι υποστατικό ιδίωμα του Πατρός τον γεννά φυσικά δηλαδή είναι Θεός όπως και αυτός.
      Τώρα οι Πατέρες ισχυρίσθηκαν κ᾽εχω βάλλει τα παραθέματα ότι όχι μόνον η θεϊκή φύση δεν είναι αναγκαστική αλλά και η ανθρωπίνη και ο Κύριλλος λέει ότι δεν υπάρχει τίποτε το ακούσιον στην θεϊκή και ανθρωπίνη φύση. Δεν μιλάνε για φυσικά ιδιώματα αλλά για το ότι η φύση δεν είναι αναγκαστική.
      Τώρα το πρόβλημα που θέτεις είναι εντελώς διανοητικό. Το αυτεξούσιο σημαίνει ελευθέρα θέληση και το αυτεξούσιο ανήκει στην φύση και όχι στο πρόσωπο. Άνα αυτεξούσιο έχουν οι τρεις της αγιας Τριάδος λένε πάλι οι Πατέρες και δύο αυτεξούσια έχει ο Χριστός γιατί έχει δύο φύσεις ανθρωπίνη και θεϊκή. Ο Δαμασκηνός έχει γράψει και κεφάλαιο περί δύο αυτεξουσίων του Χριστού. Επομένωςμην μπερδεύουμε την επίδραση της γνώμης. Ο άνθρωπος γνωμικά ιδιοποιείται του αυτεξουσίου και το κάνει γνωμικό. Αλλάζει την τροπή. Ο Θεός δεν έχει γνωμικό θέλημα μα μόνο φύσικό δεν έχει γνώμη, επομένως ακολουθεί την φύση Του η οποία είναι εκούσια ελεύθερη και αυθόρμητα. Πολλά άλλα μπορούμε να πούμε αλλά καλύτερα να πούμε στο τηλέφωνο αν δεν καταλαβαίνεις κάτι. Δαφορετικά θα π´ρεπει να γράψω πολλά πράγματα και δεν έχω χρόνο πολύ. Σου ζητώ συγνώμη. 0039 392 2387875 το κινητό μου

      "Mi piace"

Lascia un commento